Στον τόπο μου

Ήταν πρώτα Μαρσεγιέζοι και μόνο μετά Άραβες. Το πίστευαν βαθιά όσο και οι γονείς μας. Όπως Μαρσεγιέζοι ήμασταν κι εμείς, ο Ουγκό, ο Μανού κι εγώ στα δεκαπέντε μας. Μια μέρα ρωτάει ο Ουγκό: «Σπίτι και στο σπίτι του Φαμπιό, ναπολιτάνικα μιλάμε. Στο σπίτι σου μιλάτε σπανιόλικα. Στο σχολείο γαλλικά μαθαίνουμε. Τι είμαστε κατά βάθος;»
― Άραβες, απάντησε ο Μανού.
Και βάλαμε τα γέλια. Και νάτους τώρα τα ίδια με τη σειρά τους. Ξαναζώντας τη δική μας μιζέρια. Στα ίδια άθλια σπίτια όπου ζούσαν κάποτε οι γονιοί μας. Να τα νομίζουν όλα τούτα χειροπιαστό παράδεισο και να προσεύχονται να διαρκέσουν. Ο πατέρας μου είχε πει κάποτε: «Μην το ξεχάσεις αυτό. Όταν ένα πρωί έφτασα εδώ με τ’ αδέρφια μου, κανείς δεν ήξερε αν θα τρώγαμε το μεσημέρι· κι όμως φάγαμε». Αυτή είναι η ιστορία της Μασσαλίας. Η παντοτινή. Μια ουτοπία. Η μοναδική ουτοπία στη γη. Ένας τόπος όπου ο καθένας, όποιο κι αν ήταν το χρώμα του, μπορούσε να έρθει μ’ ένα καράβι ή μ’ ένα τρένο, με μια βαλίτσα στο χέρι, χωρίς δεκάρα στην τσέπη, και να γίνει ένα μ’ όλους τους άλλους. Μια πόλη όπου μόλις πάταγε το πόδι του στο έδαφος, ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να πει: «Εδώ είναι. Στον τόπο μου βρίσκομαι».

του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, από το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας (στο Η Τριλογία της Μασσαλίαςκυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Στο χρώμα της σκουριάς

Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, ο Πέτια Μποϊτσένκο αφέθηκε ξανά στην αγκαλιά της μητριάς πατρίδας· αντάλλαξε τα ονόματα Ρώσων, Ουκρανών και Λιθουανών που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί με μια θέση εργοδηγού στα ορυχεία του Ολόφσκογε. Κάθε πρωί ντυνόταν με μια σαλοπέτα στο χρώμα της σκουριάς, έπαιρνε μαζί του ένα από τα δεκάδες κλουβιά που είχε στο σπίτι, έφτανε πρώτος στη μεγάλη σήραγγα, άνοιγε το πορτάκι του κλουβιού, έβγαζε έξω το καναρίνι, το κρατούσε για λίγο στοργικά μες στην παλάμη του κι ύστερα το αμολούσε στο άνοιγμα του τούνελ· το μικρό πουλί πετούσε τότε προς το σκοτάδι και οι εργάτες περίμεναν· αν δεν επέστρεφε, ήταν σημάδι πως ήταν ανεβασμένο το μονοξείδιο και έπρεπε να φορέσουν μάσκες· αν επέστρεφε σώο, βουτούσαν κατευθείαν στα σωθικά του ορυχείου.
Τα απογεύματα, συνήθως αφού είχε σκοτεινιάσει, γυρνούσε απ’ τη δουλειά σφυρίζοντας σαν καναρίνι. Αν ο σκοπός θύμιζε βαλσάκι, η γυναίκα του έστελνε τον γιο και την κόρη τους ως την εξώπορτα για να τον προϋπαντήσουν· αν θύμιζε εμβατήριο, τους έκρυβε και τους δυο στην πίσω αυλή, δίπλα στα κλουβιά ― ο Πέτια δεν πήγαινε ποτέ στα πουλιά αν δεν ήταν πρωί και δεν τα πείραζε ποτέ, γιατί «τους χρωστούσε τα χρόνια του».

του Άκη Παπαντώνη, από το Ρηχό νερό, σκιές· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Εγώ δεν ξέρω

Η Αντέλ έμεινε εφτά χρόνια με τον Ζονατάν. Ήταν μια σχέση χαοτική, παθιασμένη, αλλά τελείωσε. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε όλα αυτά που είχαν φέρει στη φωλιά τους, θα ήταν χωρίς αμφιβολία συγκινητικό, όλα αυτά τα ψίχουλα είναι λίγο-πολύ ταυτόσημα, οι μουσικές που άκουσαν, οι καβγάδες στη βροχή, εκείνη η μοναδική γλώσσα που επινοείται για την επιβίωση του μικρόκοσμου σε εχθρικό περιβάλλον, φροντίδες και προδοσίες, θα μπορούσαμε να τα απαριθμήσουμε όλα αυτά, όμως όλοι ξέρουν τι λέει εκείνο το πικρό ποπ ρεφρέν· τίποτα δεν είναι πιο συνηθισμένο απ’ αυτό που μας φαίνεται τόσο προσωπικό. Μια μέρα, αργά ή γρήγορα, ανακαλύπτουμε ότι αυτό που φαινόταν πως αποτελούσε την ταυτότητά μας, οι φόβοι μας, οι παραξενιές μας, οι πιο ξεχωριστές σκέψεις μας, είναι ένας κυκεώνας από τετριμμένες κοινοτοπίες, πως δεν έχουμε τίποτα το μοναδικό. Οι αγάπες μας, τα βάσανά μας, η ύπαρξή μας· ωραίες κόπιες μιας άλλης ζωής που δεν είναι δική μας.

του Pierre Ducrozet, από την Ανακάλυψη των Σωμάτων· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Ένα γράμμα αποχαιρετισμού

Τις τελευταίες μέρες της ζωής της Ζερμέν Νίσμπαουμ, πενήντα οκτώ ετών, μείναμε κατάπληκτες από τη συμπεριφορά της. Ήταν ακόμη ερωτευμένη με το γιο του γαλατά ενώ έβλεπε τον εαυτό της να πεθαίνει; Κι όμως είχε ζήσει τόσους άλλους έρωτες… Πιστεύαμε ότι είχε ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό τα όνειρα της νιότης της, που πήγαιναν τριάντα πέντε χρόνια πίσω. Γνώριζε ότι ο γιος του γαλατά δεν είχε γίνει γαλατάς. Αφού παντρεύτηκε αυτήν που του είχαν διαλέξει οι γονείς του, έφυγε ένα βράδυ προς τη μεριά του Κομπ Γκρεντ, όπου οι βράχοι σχηματίζουν ένα γκρεμό παραπάνω από εκατό μέτρα. Είχε αφήσει μονάχα έναν φάκελο με γραμμένο πάνω του τη λέξη Ζερμέν, αλλά άδειο. Δεν είχε το θάρρος να βάλει μέσα ένα γράμμα αποχαιρετισμού ή μήπως το είχε ξαφρίσει μια ζηλιάρα γυναίκα; Ο Πολ, έτσι ονομαζόταν, δεν είχε φανεί ποτέ πια να ενδιαφέρει τη Ζερμέν. Μπροστά μας, προσποιούνταν ότι δεν έδινε δεκάρα: Ναι, ο Πολ, καλά αυτός!
Τη Ζερμέν δεν την πήγαμε στο νοσοκομείο. Για ποιο λόγο; Γνωρίζαμε όπως κι εκείνη ότι θα έπρεπε να πούμε αντίο. Η Ματίλντ κι η Βαλεντίν ξαγρυπνούσαν πλάι της, την αποχαιρετούσαν. Μέσα από τα κατακόκκινα μάτια της, φαινόταν να μας βλέπει με δυσκολία, παρ’ όλα αυτά άρθρωνε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αυτή μόνο τη συλλαβή, Πολ. Μπορείς να ζήσεις χωρίς ένα τοπίο σαν αυτό του Βαλόν, στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν ξεχνάς όμως τον πρώτο σου έρωτα. Ακόμη και όταν η αναπνοή της Ζερμέν έγινε ένας συριγμός και οι εκπνοές της όλο και περισσότερο ακανόνιστες, σχημάτιζε με τα χείλη της το πρώτο γράμμα του ονόματος του πρώτου της εραστή.

του Ντανιέλ ντε Ρουλέ, από τις Δέκα Μικρές Αναρχικές· κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

Αναμονή και τίποτα άλλο

Ήταν πέντε το πρωί και μόλις ξεκινούσε η κίνηση στην Αχαρνών. Σκοτάδι ακόμη… Έπεσα ξανά, περιμένοντας να χαράξει, τρομοκρατημένη με τη ζωή μου και με τον παλαβό τρόπο που αγαπούσα άθελά μου τον έρωτα. Κι άδεια από τα αισθήματα που μπορούσα και κουλάντριζα τη μέρα…
Είχα πια καταλάβει ότι η νύχτα, με το υποσυνείδητό μου ασύδοτο, θα παρέμενε για μένα ένας διαρκής τρόμος, με τον οποίο έπρεπε να αναμετρηθώ ―αν και δεν γνώριζα πώς. Μια φράση όχι και τόσο παρήγορη σφηνώθηκε εκείνο το ξημέρωμα στο κεφάλι μου. Φράση που δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν τη διάβασα κάπου ή αν ερχόταν από το μακρινό μέλλον, με την προϋπόθεση πως είχα μέλλον.
Τι θα πει «αγαπώ έναν άντρα»; Θα πει ότι βρίσκεται κοντά μου για να κάνει έρωτα, να χαλαρώσει, να κοιμηθεί, να με ονειρευτεί, να φύγει και να επιστρέψει για να κάνει έρωτα; Κι όσο για μένα… αναμονή. Αναμονή και τίποτα άλλο. Κι αν ο ένας άντρας δεν ήταν και τόσο «ένας», αλλά έσερνε και μια σκιά που όφειλα να αγαπώ εξίσου; Βούλιαξα σε έναν οδυνηρό ύπνο γεμάτον τοπία αφιλόξενα, με πολλούς ομοιόμορφους γκρίζους λόφους. Όσο για τη φράση που ποτέ δεν ξέχασα, λες και την είχα μέσα στις προτεραιότητές μου, τι περίεργο, χρόνια αργότερα συνάντησα μια παρόμοια σε μυθιστόρημα μιας Γαλλίδας, της Αννί Ερνώ, που μιλούσε δοξαστικά για το ερωτικό πάθος, ως αθεράπευτα παθούσα η ίδια…

του Γιάννη Ξανθούλη, από τη Ζωή μέχρι χθες· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Μήνες μετά την απεγνωσμένη

Το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας ήταν σκοτεινό. Το πλατύσκαλο άδειο. Η πόρτα ασφαλείας της Οξάνα πρόβαλλε προς τα εμπρός.
Πέρασε από τις διπλές πόρτες και φώναξε: «Μάλις;». Ο Μάλις δεν ήρθε.
Η Οξάνα πίεσε τα χέρια στο στήθος της – το τηλέφωνο σκληρό πάνω στα πλευρά της σαν τιμωρία. Η μια πόρτα της ήταν γερτή προς το πλατύσκαλο και η άλλη άνοιγε προς τα μέσα στο σπίτι της. Απέξω, το κτίριο κοιμόταν. Μπαίνοντας στο σαλόνι της, με τις γροθιές κολλημένες στο δέρμα, η Οξάνα κατηγορούσε τον εαυτό της. Απρόσεκτη. Όσο μεθοδική κι αν είχε προσπαθήσει να είναι όλα αυτά τα χρόνια, ήταν απρόσεκτη, και αυτό ήταν το επακόλουθο. Είχε κλείσει τα μάτια της στον κόσμο γύρω της. Είχε προσπεράσει όλο χαρά ένα δολοφόνο παιδιών. Είχε δώσει όλον της τον εαυτό σ’ ένα ζώο που έτρεχε…
Μακάρι να είχε πηδήξει ο Μάλις εκείνη τη μέρα στο βουνό. Έπρεπε η ίδια η Οξάνα να είχε πετάξει το κλαδάκι στον σκύλο. Τον Αύγουστο, τις πρώτες λίγες ώρες της κατάθεσής της στην αστυνομία, είχε έρθει στο τμήμα η μητέρα των αγνοούμενων κοριτσιών για να μιλήσει μαζί της. Μόνο τώρα, μήνες μετά την απεγνωσμένη εκείνη συνομιλία, αντιλαμβανόταν το γιατί. Πονάει πάρα πολύ να ραγίζεις την ίδια σου την καρδιά από ανοησία, ν’ αφήνεις μια πόρτα ξεκλείδωτη ή ένα παιδί χωρίς επιτήρηση και επιστρέφοντας ν’ ανακαλύπτεις πως ό,τι είχες πιο πολύτιμο στη ζωή σου έχει χαθεί. Όχι. Θέλεις η καταστροφή σου να είναι από πρόθεση. Να στέκεις μάρτυρας. Θέλεις να δεις με τι τρόπο θα γίνει κομμάτια η ζωή σου.

της Julia Philips από τη Γη που Χάνεται· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.