Το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας ήταν σκοτεινό. Το πλατύσκαλο άδειο. Η πόρτα ασφαλείας της Οξάνα πρόβαλλε προς τα εμπρός.
Πέρασε από τις διπλές πόρτες και φώναξε: «Μάλις;». Ο Μάλις δεν ήρθε.
Η Οξάνα πίεσε τα χέρια στο στήθος της – το τηλέφωνο σκληρό πάνω στα πλευρά της σαν τιμωρία. Η μια πόρτα της ήταν γερτή προς το πλατύσκαλο και η άλλη άνοιγε προς τα μέσα στο σπίτι της. Απέξω, το κτίριο κοιμόταν. Μπαίνοντας στο σαλόνι της, με τις γροθιές κολλημένες στο δέρμα, η Οξάνα κατηγορούσε τον εαυτό της. Απρόσεκτη. Όσο μεθοδική κι αν είχε προσπαθήσει να είναι όλα αυτά τα χρόνια, ήταν απρόσεκτη, και αυτό ήταν το επακόλουθο. Είχε κλείσει τα μάτια της στον κόσμο γύρω της. Είχε προσπεράσει όλο χαρά ένα δολοφόνο παιδιών. Είχε δώσει όλον της τον εαυτό σ’ ένα ζώο που έτρεχε…
Μακάρι να είχε πηδήξει ο Μάλις εκείνη τη μέρα στο βουνό. Έπρεπε η ίδια η Οξάνα να είχε πετάξει το κλαδάκι στον σκύλο. Τον Αύγουστο, τις πρώτες λίγες ώρες της κατάθεσής της στην αστυνομία, είχε έρθει στο τμήμα η μητέρα των αγνοούμενων κοριτσιών για να μιλήσει μαζί της. Μόνο τώρα, μήνες μετά την απεγνωσμένη εκείνη συνομιλία, αντιλαμβανόταν το γιατί. Πονάει πάρα πολύ να ραγίζεις την ίδια σου την καρδιά από ανοησία, ν’ αφήνεις μια πόρτα ξεκλείδωτη ή ένα παιδί χωρίς επιτήρηση και επιστρέφοντας ν’ ανακαλύπτεις πως ό,τι είχες πιο πολύτιμο στη ζωή σου έχει χαθεί. Όχι. Θέλεις η καταστροφή σου να είναι από πρόθεση. Να στέκεις μάρτυρας. Θέλεις να δεις με τι τρόπο θα γίνει κομμάτια η ζωή σου.
της Julia Philips από τη Γη που Χάνεται· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.