Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, ο Πέτια Μποϊτσένκο αφέθηκε ξανά στην αγκαλιά της μητριάς πατρίδας· αντάλλαξε τα ονόματα Ρώσων, Ουκρανών και Λιθουανών που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί με μια θέση εργοδηγού στα ορυχεία του Ολόφσκογε. Κάθε πρωί ντυνόταν με μια σαλοπέτα στο χρώμα της σκουριάς, έπαιρνε μαζί του ένα από τα δεκάδες κλουβιά που είχε στο σπίτι, έφτανε πρώτος στη μεγάλη σήραγγα, άνοιγε το πορτάκι του κλουβιού, έβγαζε έξω το καναρίνι, το κρατούσε για λίγο στοργικά μες στην παλάμη του κι ύστερα το αμολούσε στο άνοιγμα του τούνελ· το μικρό πουλί πετούσε τότε προς το σκοτάδι και οι εργάτες περίμεναν· αν δεν επέστρεφε, ήταν σημάδι πως ήταν ανεβασμένο το μονοξείδιο και έπρεπε να φορέσουν μάσκες· αν επέστρεφε σώο, βουτούσαν κατευθείαν στα σωθικά του ορυχείου.
Τα απογεύματα, συνήθως αφού είχε σκοτεινιάσει, γυρνούσε απ’ τη δουλειά σφυρίζοντας σαν καναρίνι. Αν ο σκοπός θύμιζε βαλσάκι, η γυναίκα του έστελνε τον γιο και την κόρη τους ως την εξώπορτα για να τον προϋπαντήσουν· αν θύμιζε εμβατήριο, τους έκρυβε και τους δυο στην πίσω αυλή, δίπλα στα κλουβιά ― ο Πέτια δεν πήγαινε ποτέ στα πουλιά αν δεν ήταν πρωί και δεν τα πείραζε ποτέ, γιατί «τους χρωστούσε τα χρόνια του».
του Άκη Παπαντώνη, από το Ρηχό νερό, σκιές· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.