Ήταν πέντε το πρωί και μόλις ξεκινούσε η κίνηση στην Αχαρνών. Σκοτάδι ακόμη… Έπεσα ξανά, περιμένοντας να χαράξει, τρομοκρατημένη με τη ζωή μου και με τον παλαβό τρόπο που αγαπούσα άθελά μου τον έρωτα. Κι άδεια από τα αισθήματα που μπορούσα και κουλάντριζα τη μέρα…
Είχα πια καταλάβει ότι η νύχτα, με το υποσυνείδητό μου ασύδοτο, θα παρέμενε για μένα ένας διαρκής τρόμος, με τον οποίο έπρεπε να αναμετρηθώ ―αν και δεν γνώριζα πώς. Μια φράση όχι και τόσο παρήγορη σφηνώθηκε εκείνο το ξημέρωμα στο κεφάλι μου. Φράση που δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν τη διάβασα κάπου ή αν ερχόταν από το μακρινό μέλλον, με την προϋπόθεση πως είχα μέλλον.
Τι θα πει «αγαπώ έναν άντρα»; Θα πει ότι βρίσκεται κοντά μου για να κάνει έρωτα, να χαλαρώσει, να κοιμηθεί, να με ονειρευτεί, να φύγει και να επιστρέψει για να κάνει έρωτα; Κι όσο για μένα… αναμονή. Αναμονή και τίποτα άλλο. Κι αν ο ένας άντρας δεν ήταν και τόσο «ένας», αλλά έσερνε και μια σκιά που όφειλα να αγαπώ εξίσου; Βούλιαξα σε έναν οδυνηρό ύπνο γεμάτον τοπία αφιλόξενα, με πολλούς ομοιόμορφους γκρίζους λόφους. Όσο για τη φράση που ποτέ δεν ξέχασα, λες και την είχα μέσα στις προτεραιότητές μου, τι περίεργο, χρόνια αργότερα συνάντησα μια παρόμοια σε μυθιστόρημα μιας Γαλλίδας, της Αννί Ερνώ, που μιλούσε δοξαστικά για το ερωτικό πάθος, ως αθεράπευτα παθούσα η ίδια…
του Γιάννη Ξανθούλη, από τη Ζωή μέχρι χθες· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.