Τις τελευταίες μέρες της ζωής της Ζερμέν Νίσμπαουμ, πενήντα οκτώ ετών, μείναμε κατάπληκτες από τη συμπεριφορά της. Ήταν ακόμη ερωτευμένη με το γιο του γαλατά ενώ έβλεπε τον εαυτό της να πεθαίνει; Κι όμως είχε ζήσει τόσους άλλους έρωτες… Πιστεύαμε ότι είχε ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό τα όνειρα της νιότης της, που πήγαιναν τριάντα πέντε χρόνια πίσω. Γνώριζε ότι ο γιος του γαλατά δεν είχε γίνει γαλατάς. Αφού παντρεύτηκε αυτήν που του είχαν διαλέξει οι γονείς του, έφυγε ένα βράδυ προς τη μεριά του Κομπ Γκρεντ, όπου οι βράχοι σχηματίζουν ένα γκρεμό παραπάνω από εκατό μέτρα. Είχε αφήσει μονάχα έναν φάκελο με γραμμένο πάνω του τη λέξη Ζερμέν, αλλά άδειο. Δεν είχε το θάρρος να βάλει μέσα ένα γράμμα αποχαιρετισμού ή μήπως το είχε ξαφρίσει μια ζηλιάρα γυναίκα; Ο Πολ, έτσι ονομαζόταν, δεν είχε φανεί ποτέ πια να ενδιαφέρει τη Ζερμέν. Μπροστά μας, προσποιούνταν ότι δεν έδινε δεκάρα: Ναι, ο Πολ, καλά αυτός!
Τη Ζερμέν δεν την πήγαμε στο νοσοκομείο. Για ποιο λόγο; Γνωρίζαμε όπως κι εκείνη ότι θα έπρεπε να πούμε αντίο. Η Ματίλντ κι η Βαλεντίν ξαγρυπνούσαν πλάι της, την αποχαιρετούσαν. Μέσα από τα κατακόκκινα μάτια της, φαινόταν να μας βλέπει με δυσκολία, παρ’ όλα αυτά άρθρωνε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αυτή μόνο τη συλλαβή, Πολ. Μπορείς να ζήσεις χωρίς ένα τοπίο σαν αυτό του Βαλόν, στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν ξεχνάς όμως τον πρώτο σου έρωτα. Ακόμη και όταν η αναπνοή της Ζερμέν έγινε ένας συριγμός και οι εκπνοές της όλο και περισσότερο ακανόνιστες, σχημάτιζε με τα χείλη της το πρώτο γράμμα του ονόματος του πρώτου της εραστή.
του Ντανιέλ ντε Ρουλέ, από τις Δέκα Μικρές Αναρχικές· κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.