Στον τόπο μου

Ήταν πρώτα Μαρσεγιέζοι και μόνο μετά Άραβες. Το πίστευαν βαθιά όσο και οι γονείς μας. Όπως Μαρσεγιέζοι ήμασταν κι εμείς, ο Ουγκό, ο Μανού κι εγώ στα δεκαπέντε μας. Μια μέρα ρωτάει ο Ουγκό: «Σπίτι και στο σπίτι του Φαμπιό, ναπολιτάνικα μιλάμε. Στο σπίτι σου μιλάτε σπανιόλικα. Στο σχολείο γαλλικά μαθαίνουμε. Τι είμαστε κατά βάθος;»
― Άραβες, απάντησε ο Μανού.
Και βάλαμε τα γέλια. Και νάτους τώρα τα ίδια με τη σειρά τους. Ξαναζώντας τη δική μας μιζέρια. Στα ίδια άθλια σπίτια όπου ζούσαν κάποτε οι γονιοί μας. Να τα νομίζουν όλα τούτα χειροπιαστό παράδεισο και να προσεύχονται να διαρκέσουν. Ο πατέρας μου είχε πει κάποτε: «Μην το ξεχάσεις αυτό. Όταν ένα πρωί έφτασα εδώ με τ’ αδέρφια μου, κανείς δεν ήξερε αν θα τρώγαμε το μεσημέρι· κι όμως φάγαμε». Αυτή είναι η ιστορία της Μασσαλίας. Η παντοτινή. Μια ουτοπία. Η μοναδική ουτοπία στη γη. Ένας τόπος όπου ο καθένας, όποιο κι αν ήταν το χρώμα του, μπορούσε να έρθει μ’ ένα καράβι ή μ’ ένα τρένο, με μια βαλίτσα στο χέρι, χωρίς δεκάρα στην τσέπη, και να γίνει ένα μ’ όλους τους άλλους. Μια πόλη όπου μόλις πάταγε το πόδι του στο έδαφος, ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να πει: «Εδώ είναι. Στον τόπο μου βρίσκομαι».

του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, από το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας (στο Η Τριλογία της Μασσαλίαςκυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *