Τα νέα και οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών που αναφέρονται στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των φορητών ηλεκτρονικών συσκευών περιστρέφονται σε ένα μεγάλο βαθμό γύρω από την Apple. Η έλευση του iPad, η μέχρι τώρα αποδοχή του από το αγοραστικό κοινό αλλά και το επερχόμενο iOS 4, το λειτουργικό σύστημα που θα υιοθετηθεί από αυτό το καλοκαίρι στα iPhone, iPod touch και (λίγο αργότερα) στα iPad έχουν δώσει τροφή σε ένα μεγάλο διάλογο για τις δυνατότητες του μέλλοντος, το οποίο μόλις πλησιάσαμε με ένα σημαντικό βήμα.
Το μέλλον φυσικά δεν σημαίνει μόνο περισσότερη επεξεργαστική ταχύτητα, μεγαλύτερη χωρητικότητα και ουσιαστικότερη (;) συνδεσιμότητα· φέρνει μαζί του επίσης και μεταξύ πολλών άλλων αλλαγές σε διάφορες πτυχές των εργασιακών σχέσεων αλλά και στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το λογισμικό. To AppStore από τον Ιούλη του 2008 τροφοδοτεί με εφαρμογές κάθε είδους το iPhone και το iPod touch, ενώ εδώ και λίγες ημέρες είναι η πηγή του λογισμικού και για το iPad. Μπορεί το επόμενο βήμα να είναι το AppStore για εφαρμογές του Mac OS;
Το AppStore είναι η πλατφόρμα της Apple, μέσω της οποίας άνθρωποι και εταιρείες διανέμουν με ή χωρίς αμοιβή το λογισμικό που αναπτύσσουν για το iPhone και το iPod touch. Υπάρχουν και άλλες λύσεις για να προσθέσει κανείς εφαρμογές στη συσκευή του, αλλά το AppStore είναι η μοναδική, πλήρως νόμιμη και υποστηριζόμενη από την ίδια την Apple. Ο κόσμος ήταν διστακτικός στην αρχή, αλλά ελάχιστος μόνο καιρός χρειάστηκε για να φανούν τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης στους ίδιους τους χρήστες. Το πρώτο και το σημαντικότερο είναι η ευκολία στο κατέβασμα και στην εγκατάσταση: ο χρήστης μπορεί τις περισσότερες φορές να έχει την εφαρμογή έτοιμη προς λειτουργία στη συσκευή του με δύο κλικ και σε χρόνο περίπου είκοσι δευτερολέπτων. Αυτό που δεν φαίνεται άμεσα και απαιτεί σύγκριση με τους τρόπους εγκατάστασης σε πλατφόρμες αντίπαλες του iOS είναι το γεγονός ότι οι εφαρμογές είναι δοκιμασμένες και εγκεκριμένες από την ίδια την Apple, οπότε σιγουρεύεται ένα δεδομένο επίπεδο συμβατότητας, ορθής λειτουργίας και ευχρηστίας. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που μια εφαρμογή δεν λειτουργεί όπως θα ήθελε ο εκάστοτε developer, η αναβάθμιση με βελτιώσεις ή/και νέα χαρακτηριστικά γίνεται πιο εύκολα ακόμη κι από το Software Update της Apple, αφού σε καμία περίπτωση δεν απαιτείται καν επανεκκίνηση. Μπορεί τα παραπάνω να φαίνονται λόγια του marketing και των παρουσιάσεων, στην πραγματικότητα όμως δεν θεωρούνται καθόλου δεδομένα, γι’ αυτό και οι χρήστες είναι αρκετά πιο πρόθυμοι να πληρώσουν το νόμιμο αντίτιμο για την κάθε εφαρμογή και να μην την εγκαταστήσουν παράνομα. Πόσο μάλλον μιας που φαίνεται πως οι τιμές της πλειονότητας των εφαρμογών είναι αρκούντως λογικές. «Δύο ευρώ έδωσα και μου έχει λύσει τα χέρια» ακούγεται συχνότατα, για να ακολουθήσει αρκετές φορές το «Θα την πλήρωνα αρκετά περισσότερο»!
Μειωμένα επίπεδα πειρατείας σε μια πλατφόρμα είναι μάλλον ο σημαντικότερος λόγος για έναν επαγγελματία developer να στρέψει τη δουλειά του προς αυτήν. Δεν εξασφαλίζει φυσικά σίγουρα κέρδη, αλλά μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστος με την βελτίωση της ουσίας του λογισμικού του και να μην ξοδεύει πολύτιμους πόρους για να την προστατέψει. Ακόμη περισσότερα κέρδη μπορεί να εξασφαλίσει μέσω της προώθησης της δουλειάς του μέχρι τώρα με το Genius και στο εξής επιπρόσθετα με το iAd. Το πρώτο είναι τρόπος έμμεσης διαφήμισης, μιας που προτείνει στο χρήστη τις διασημότερες από τις εφαρμογές που ταιριάζουν πιο πολύ με αυτές που ήδη χρησιμοποιεί στη συσκευή του, ενώ το iAd είναι άμεση διαφήμιση κάθε είδους προϊόντος και φυσικά γιατί όχι και λογισμικού; Οι ίδιες οι διαφημίσεις του iAd θα είναι ευχάριστες και διαδραστικές, ενώ θα επιτρέπουν την αγορά προϊόντων χωρίς καν να αφήσει κάποιος την εφαρμογή που χρησιμοποιεί και να πλογηθεί στο AppStore. Πέρα όμως από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, αυτός που αναπτύσσει το λογισμικό έχει δεδομένη κι αυστηρά ορισμένη σχέση με την Apple και αποφεύγει καθημερινά παρατράγουδα που έχουν σχέση με τις εκάστοτε παραξενιές κι ορέξεις του κάθε εργοδότη και του κάθε πελάτη, ενώ ταυτόχρονα του παραδίδονται αυτούσια και πλήρως λειτουργικά τα εργαλεία της δουλειάς του, ήτοι το iOS SDK.
Η Apple, το τρίτο μέρος στη σχέση αυτή, δηλώνει άκρως ικανοποιημένη ―και πώς να μην ήταν άλλωστε, με τους αριθμούς των διαθέσιμων εφαρμογών και των πωλήσεων να πληθαίνουν γεωμετρικά όσο περνά ο χρόνος; Τον Ιανουάριο που μας πέρασε ο αριθμός των κατεβασμένων εφαρμογών ξεπέρασε τα τρία δισεκατομμύρια ενώ σήμερα οι διαθέσιμες εφαρμογές είναι αρκετά πάνω από διακόσιες χιλιάδες. Για έναν χρήστη ή για όσους αναπτύσσουν λογισμικό, μεγάλοι αριθμοί δεν σημαίνουν απαραίτητα ποιότητα, αλλά για την Apple μεγάλοι αριθμοί σημαίνουν αυτομάτως μεγαλύτερα κέρδη, χωρίς να παραβλέπουμε φυσικά το γεγονός πως βελτιώνει καθημερινά την εικόνα της. Όσοι ασχολούνται με την οικονομία κοιτούν τις τιμές των μετοχών, αλλά ακόμα και όλοι οι υπόλοιποι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να διαπιστώσουν πως η Apple προωθείται με κάθε ευκαιρία ως η εταιρεία που νοιάζεται για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των έργων καλλιτεχνών και εργαζομένων στον τομέα της ανάπτυξης λογισμικού και ως ένας παράδεισος, όπου προγραμματιστές, εταιρείες και πελάτες είναι απόλυτα μονοιασμένοι σε ένα ιδανικό περιβάλλον.
Είναι όμως έτσι; Στη συγκεκριμένη τριμερή σχέση η Apple δεν έχει να χάσει σχεδόν τίποτα. Τα κέρδη της από την υλοποίηση και τη λειτουργία του AppStore είναι σημαντικά υψηλά, ώστε να καθιστά τα έξοδα της φιλοξενίας των εφαρμογών, του χρόνου και της ―έστω και ηλεκτρονικής― γραφειοκρατίας που απαιτείται επενδύσεις με ελάχιστο κόστος. Οι προγραμματιστές όμως βρίσκονται ουσιαστικά με δεμένα χέρια και με μηδενικές επιλογές, αν η Apple αποφασίσει να αλλάξει τους όρους των συμφωνιών της με τους ίδιους. Το παρακολουθήσαμε πριν από καιρό με τις αλλαγές στο NDA (Non Disclosure Agreement), με τις οποίες όλοι συμβιβάστηκαν σιωπηρά. Ακόμη η τόσο αυστηρά ορισμένη δομή και λειτουργία των εφαρμογών, απορρίπτει δίχως σκέψη χαρακτηριστικά που θα έκαναν πολλών χρηστών τη ζωή πιο εύκολη ή πιο ευχάριστη, βασιζόμενη όχι πάντα στις πιο λογικές προθέσεις: η εφαρμογή ηλεκτρονικών βιβλίων Eucalyptus απορρίφθηκε γιατί επέτρεπε στο χρήστη να κατεβάσει (μεταξύ πάρα πολλών άλλων) το βιβλίο …ταμπού (!) για το δυτικό πολιτισμό Κάμα Σούτρα, η εφαρμογή Freedom Time που ήταν ουσιαστικά ένας αντίστροφος μετρητής ως το τέλος της θητείας του προηγούμενου Προέδρου των ΗΠΑ απορρίφθηκε γιατί «θα προσέβαλλε τους μισούς από τους χρήστες», παρόλο που οι πολιτικές πεποιθήσεις τουλάχιστον του Steve Jobs δεν έγινε ποτέ προσπάθεια να κρυφτούν και η εφαρμογή Netshare απορρίφθηκε παρόλο που στη συνέχεια η Apple ενσωμάτωσε τη βασική της λειτουργία στο ίδιο το iOS με το χαρακτηριστικό Tethering. Παρόλο που αρκετοί αντιμετωπίζουν την ποιότητα ενός έργου ως το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορεί να προσφέρει κάποιος με δεδομένα εργαλεία και όχι ως το δεδομένο αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί με ανεξάντλητης ποικιλίας εργαλεία, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε το γεγονός πως όχι λίγες φορές η Apple περιορίζει σημαντικά τις επιλογές όσων εργάζονται πάνω στην ανάπτυξη λογισμικού για το iOS. Συνεπώς μειώνονται αντίστοιχα και οι επιλογές των τελικών χρηστών, αφού για κάποιες επιπλέον λειτουργίες που χρειάζονται οπωσδήποτε καταφεύγουν ή σε παράνομες λύσεις ή σε λύσεις του ανταγωνισμού. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ούτε από τον οικονομικά φαινομενικά παραδεισένιο κόσμο του AppStore λείπουν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας: de- velopers παρουσιάζουν πολλές φορές τις λειτουργίες που διαφημίζουν για την εφαρμογή τους ως In App Purchases, ενώ ο χρήστης έχει ήδη πληρώσει ένα ποσό για να τις αποκτήσει ή όλο και συχνότερα πια παρουσιάζονται οι αναβαθμίσεις των εφαρμογών όχι δωρεάν αλλά ως νέα εφαρμογή προς αγορά με παράλληλη διακοπή της υποστήριξης απέναντι στην προηγούμενη έκδοσή της.
Σίγουρα κάθε πλατφόρμα και κάθε λύση έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της κι αναλογία αυτών εξαρτάται πάντα από τη σχέση του καθενός μαζί του. Στην περίπτωση του App Store οι δυσαρεστημένοι είναι μια μικρή μειοψηφία κι οι σκεπτικοί λίγο περισσότεροι. Ο παράγοντας που εδώ κρίνει την επιτυχία είναι το αγοραστικό κοινό και η Apple καυχιέται δικαίως πως έχει ένα από τα πιο ικανοποιημένα και οποιεσδήποτε φωνές ασυμφωνίας ή διαμαρτυρίας φαντάζουν σαν παράλογες γκρίνιες μέσα στο πέλαγος της ευτυχίας.
Οπότε γιατί το μοντέλο αυτό να μην προωθηθεί και στους επιτραπέζιους και φορητούς υπολογιστές που χρησιμοποιούν Mac OS, αφού ακόμη και το ίδιο το iOS στηρίζεται πάνω στο OS X; Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το Mac OS X είναι αυτό που θα πρέπει να δεχθεί τις περισσότερες αλλαγές. Πέρα απ’ αυτό απαιτείται μια ισχυρή σύνδεση με το διαδίκτυο, η οποία με την πτώση των τιμών και την ταυτόχρονη άνοδο της ποιότητας των υπηρεσιών της ευρυζωνικότητας δεν είναι πια ένα όνειρο αλλά τις περισσότερες φορές η καθημερινότητα. Για την πληρωμή του λογισμικού θα είναι απαραίτητη μια πιστωτική ή αναληπτική κάρτα, κάτι που είναι αντίστοιχα εύκολο να αποκτήσει κάποιος στις μέρες μας, ενώ η Apple από τη μεριά της θα χρειαστεί να κάνει (πολύ) σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της φιλοξενίας, αν θα θέλει να κρατήσει με επιτυχία το μοντέλο που ακολουθεί ως τώρα.
Γιατί λοιπόν η Apple δεν έχει πραγματοποιήσει αυτό το μεγάλο βήμα ακόμα; Η άμεση και λογικότερη απάντηση, αν παρακολουθήσει τη χρονική σειρά των προϊόντων της που κυκλοφορούν και τη συνδυάσει με το βάρος που δίνεται και το μέγεθος των επενδύσεων που πραγματοποιείται πάνω στο καθένα, εύκολα εξάγει το συμπέρασμα πως η Apple πάει «από το μικρότερο στο μεγαλύτερο»: πρώτα στο iPhone, μετά στο iPad, έπειτα ίσως σε μια συγκριτικά λιγότερο φορητή συσκευή τύπου MacBook Air και στο τέλος στους «κανονικούς» υπολογιστές, μελετώντας με κάθε βήμα αφ’ ενός την απήχηση που το βήμα αυτό έχει στο κοινό κι αφ’ ετέρου αν και, αν ναι, πότε αξίζει να περάσει στο επόμενο. Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι σχεδόν αμιγώς θετικά, κάτι το οποίο μπορούμε να πούμε με αισιόδοξη βεβαιότητα ακόμη και για το iPad που μόλις κυκλοφόρησε.
Μια δεύτερη απάντηση, η οποία μπορεί φυσικά να δοθεί σε συνδυασμό με την πρώτη, έχει να κάνει με τη θέση που βρίσκεται το λογισμικό μέσα στο γενικότερο περιβάλλον των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων. Οι περισσότεροι χρήστες βλέπουν τα βίντεο της Ap- ple όπου εμφανίζονται προγραμματιστές και αναφέρουν πόσο ευτυχισμένοι είναι που μέσω της εταιρείας του Steve Jobs κατάφεραν να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους και να κερδίσουν περισσότερα χρήματα από ό,τι με την παλιά τους δουλειά· ή τις παρουσιάσεις των νέων εφαρμογών για το iOS, όπου εμφανίζεται ο υπεύθυνος ανάπτυξης λογισμικού της δείνα εταιρείας και μιλάει για τη νέα τους εφαρμογή με τη βοήθεια ενός από την ομάδα τους. Οι δεύτεροι προωθούν πάντα ένα μοντέλο «χαλαρής και αγαπημένης οικογένειας» και οι πρώτοι το συμπληρώνουν με το μήνυμα «ακόμα κι αν φαινομενικά είστε μόνος σας, η Apple θα γίνει η οικογένειά σας». Οι τρόποι αυτοί θεωρούνται επιτυχείς για την προώθηση της εικόνας της εταιρείας (είτε της ίδιας της Apple είτε αυτής που αναλαμβάνει την ανάπτυξη του λογισμικού) και σε καμία περίπτωση η αλήθεια που παρουσιάζουν δεν είναι ψευδής αλλά απεικονίζεται μοναχά ένα μικρό τμήμα της πραγματικότητας. Προφανώς μια Adobe ή μία Oracle δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να λειτουργήσουν σαν οικογένεια, ενώ μένουν επίσης έξω από την όμορφη αυτή ζωγραφιά εταιρείες ανάπτυξης λογισμικού για επιστημονικές εφαρμογές, για κυβερνήσεις κ.ο.κ. Με την ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση των υπολογιστών της Apple σε τομείς υπηρεσιών ολοένα και πιο διαφορετικούς, γίνεται ταυτόχρονα ολοένα και πιο δύσκολο να υιοθετηθεί και να κατασκευαστεί ένα μοντέλο που να καλύπτει όλες τις ανάγκες: του χρήστη που αναζητά τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, του σχολείου που θέλει να αγοράσει εκπαιδευτικά προγράμματα για τους μαθητές του, της εταιρείας που θέλει να συνδυάζει πληροφορίες από λογιστικά αρχεία και να εξάγει αναλύσεις και του σχεδιαστικού τμήματος μιας αυτοκινητοβιομηχανίας ή ―για να τραβήξουμε το παράδειγμα προς τα άκρα― μιας βιομηχανίας παραγωγής υλικού πολέμου. Και εδώ έγκεται και η μεγαλύτερη δυσκολία: το πώς θα καταφέρει με ένα μοναχά μοντέλο τύπου AppStore να ικανοποιήσει έναν όγκο πελατών ο οποίος αυξάνεται καθημερινά όχι μόνο σε ποσότητα αλλά και σε ποικιλία ταυτοτήτων.
Προφανώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον κι αυτό είναι λιγότερο κλισέ απ’ όσο ακούγεται. Η Apple ούτε είναι μια εταιρεία startup, για να ακολουθεί τη μόδα και να αφήνει να την παρασύρουν τα ρεύματα των social media, ούτε προσδοκά στο γρήγορο και ευκαιριακό κέρδος για να «πιάσει την καλή» και μετά «να τα βροντήξει». Η Apple στο μεγαλύτερο μέρος, αν όχι σε ολόκληρη την ιστορία της φέρνει την επανάσταση σε διάφορους τομείς της τεχνολογίας προχωρώντας σταθερά και μελετώντας ενδελεχώς τα επόμενα κάθε φορά βήματά της, με το να κρύβει τη βόμβα πίσω από την πλάτη της και να μην την πετάει παρά την τελευταία στιγμή. Το σχέδιο για ένα AppStore για το Mac OS υπάρχει δίχως άλλο, μιας που δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει και χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιο στάδιο βρίσκεται η μελέτη του, από την παρατήρησή και μόνο μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε μακριά ακόμη από την υλοποίησή του. Όχι όμως πολύ.