Το Ντύσσελντορφ σε τρεις κινήσεις: πρόπλυση, πλύση, στέγνωμα

Γύρω στον ένα μήνα και κάτι ψιλά πριν έκλεισα ένα μήνα ακόμα αποκριάτικες διακοπές μεταμφιεσμένες σε μαθήματα γερμανικών στο Ντύσσελντορφ, με τη σκέψη πως μετά τη Λειψία είναι η σειρά και μιας δυτικογερμανικής πόλης να φιλοξενήσει τη μεγαλειότητά μου. Κατά τα φαινόμενα, όπως υποστηρίζει κι ο σοφός (=ελληνικός) λαός, λέγε-λέγε μαλακίες, κάποια στιγμή θα την πληρώσεις.

Το Ντύσσελντορφ είναι μια πόλη που μπορεί να χρησιμεύσει άνετα ως παράδειγμα της γερμανικής δυτικής κουλτούρας: κάτι αιώνες πριν, άγνωστο και αδιάφορο πόσοι, μια μούτζα τσομπάνηδες βοσκάγανε τα ζωντανά τους γύρω από τον ποταμό Ντύσσελ, του οποίου το όνομα ελλείψει φαντασίας χρησιμοποίησαν για να ονομάσουν το χωριό που ίδρυσαν γύρω του, μιας που το να το πουν «Ρηνοχώρι» δεν θα το όριζε ξεκάθαρα στο χάρτη. Έκτοτε επιδόθηκαν με ζήλο στο άθλημα του να βγάζουν χρήματα, κάνοντας μόνο μια-δυο στάσεις όταν το Ντύσσελντορφ ισοπεδώθηκε και χρειαζόταν να το ξαναχτίσουν για να συνεχίσουν ακάθεκτοι. Όσοι από εσάς παίζετε βιντεοπαιχνίδια στρατηγικής, θα βρείτε σίγουρα πολλές ομοιότητες με μονάδες όπως π.χ. οι peons του Warcraft. Με μια σύντομη επίσκεψη σ’ αυτήν την καταβόθρα του πολιτισμού, θα διαπιστώσετε πως οι κάτοικοι φέρνουν στη συμπαθή, αμόρφωτη, βλαμμένη, γκρινιάρα τάξη του παιχνιδιού της Blizzard πρωτίστως εξωτερικά αλλά και εσωτερικά: είναι βρωμιάρηδες, φωνακλάδες, πίνουν μπύρα ανεξαρτήτως ώρας της ημέρας, ρεύονται μπύρα ανεξαρτήτως συνοδεύουσας παρέας, και επιπλέον στην τηλεόραση βλέπουν μόνο και σταθερά ποδόσφαιρο ενώ διαβάζουν καθημερινά κι ανελλιπώς τη Bild (για όσους αγνοούν, πρόκειται για την κωλοτρυπίδα του καθημερινού τύπου). Όποια σκατογνώμη κι αν έχετε σχηματίσει για τους Γερμανούς, οι Ντυσσελντόρφιοι την επιβεβαιώνουν στο διπλάσιο με δύο επιπρόσθετα σημαντικά χαρακτηριστικά.

Το πρώτο είναι ότι φτύνουν. Κάθε άρρεν κάτοικος της πρωτεύουσας της Βόρειας Ρηνανίας παύλα Βεστφαλίας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να αμολήσει τουλάχιστον δέκα χλέπες σε δημόσιο χώρο κατά τη διάρκεια της μέρας και μάλιστα την καθεμία μετά από χαρακτηριστικά ηχητική προετοιμασία διάρκειας οπωσδήποτε διψήφιου αριθμού δευτερολέπτων. Η εκτόξευση δεν θεωρείται επιτυχής αν η απόσταση μεταξύ της πλησιέστερης στη χλέπα πατούσας και του κέντρου βάρους της χλέπας είναι μικρότερη του ενός μέτρου. Στην περίπτωση αυτή η ρίψη πρέπει να επαναληφθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εκ του αποτελέσματος της αηδιαστικής αυτής παράδοσης πηγάζει το γεγονός ότι οι Ντυσσελντόρφιοι περπατούν σαν να χορεύουν ρούμπα, ενώ στη συγκεκριμένη περιοχή του κρατιδίου μια χυλόπιτα δεν αρκεί για «να κάνει τον άντρα» αν δεν συνυπάρχει στο ενεργητικό του αρσενικού με ένα τουλάχιστον πάτημα χλέπας.

Οι χλέπες που τείνουν στο άπειρο χρησιμεύουν σαν κουλέρ λοκάλ και αντισταθμίζουν την ύπαρξη μουσείων, των οποίων ο αριθμός είναι αρνητικός. Οι άξεστοι βλάχοι της περιοχής ενδιαφέρονται για τα χρήματα αντιστρόφως ανάλογα απ’ ό,τι ενδιαφέρονται για την ιστορία και την παιδεία: όχι απλά δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό, αρχαιολογικό ή σε κάτι παρόμοιο μουσείο, αλλά η πόλη βρίθει συλλογών έργων τέχνης τύπου «λεμονόκουπες και αποτσίγαρα» Τσόκλη, όπως παρουσιαζόταν κάθε Τετάρτη βράδυ στο Lazopoulos et al., Δέκα Μικροί Μήτσοι, όταν η ελληνική τηλεόραση ήταν απλά γελοία και όχι εμετική. Πρόσθεσε και κάτι οικήματα Γκαουντί σε γερμανική εκδοχή και δυο κτήρια με χρωματιστά ανθρωπάκια που σκαρφαλώνουν, όπως αυτά που πετούσαμε σε τοίχους και παράθυρα όταν πηγαίναμε δημοτικό, όλα αυτά ανάμεσα σε λάουντζ καφετέριες, γύρω από το πάρκινγκ των γιωτ και έχεις την πολιτιστική εικόνα αυτής της σκατούπολης. Η όπερα και το μουσικό μέγαρο τους τελευταίους δύο μήνες έχουν μόνο μαλακίες, σε σημείο που κάνουν την Εθνική Λυρική Σκηνή και το Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας να φαντάζουν πραγματικά εντευκτήρια του μουσικού πολιτισμού, ενώ το Jazz Rally, ένα μουσικό δρώμενο με πάμπολλα τζαζοσχήματα σε όλες τις μεριές του κέντρου της πόλης, ήταν σαν ένα πακετάκι καινούργιες τσίχλες: υποσχόμενες στον πάγκο, όμοιες μεταξύ τους γευστικά και εκ του αποτελέσματος καταδικασμένες στον ίδιο σκοπό, στο καλάθι των αχρήστων, στο πεζοδρόμιο ή στο κάτω μέρος σχολικού θρανίου.

Όταν δεν έχεις ιστορία να επιδείξεις, τι επιδεικνύεις; Αν έχεις λεφτά, τα λεφτά, αλλιώς τα παπάρια σου κι ευτυχώς (;) για το δυτικό κόσμο οι Ντυσσελντόρφιοι έχουν πολλά πολλά λεφτά και φροντίζουν να τα επιδεικνύουν με κάθε ευκαιρία, κι αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό τους. Η σπατάλη αυτής της πόλης σε ενεργειακούς πόρους είναι μνημειώδης και για τόσο μεγάλους τρόμπες μιλάμε, που έχουν κατασκευάσει και μνημείο για να το βλέπουν και να τους σηκώνεται: πρόκειται για τέσσερις ομόκεντρους κώνους, των οποίων η περιφέρεια της βάσης κινείται δείχνοντας σε μία κλίμακα την κατανάλωση νερού, ρεύματος, φυσικού αερίου και ενός άλλου απαραίτητου στοιχείου (το οποίο διαφεύγει κατά τα φαινόμενα όχι μόνο εμένα), η οποία κατανάλωση είναι σαν το στροφόμετρο σε γιαπωνέζικη τετρακύλινδρη σούπερσπορ μοτοσυκλέττα: μόνιμα στο κόκκινο. Μπορεί να μην διαθέτουν όλοι αυτοκίνητο και να μετακινούνται με ποδήλατα, τα τελευταία όμως είναι τόσο ακριβά που πιάνονται για μοτοσυκλέτες. Απογεύματα και βράδια στήνονται αυτοσχέδιες κόντρες όχι όμως με Golf, Rallye, EVO, Impreza κι άλλες μπαναλιές, αλλά με κωλοφτιαγμένες Μπέντλευ, Καγκουρομαζεράτι και Φερράρι τρίτου σταδίου. Οι γκόμενες ντύνονται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των βιτρινών, ενώ οι νέοι άντρες ξοδεύουν τα λεφτά τους σε αποτριχώσεις, λιποδιαλυτικά χάπια και αναποτελεσματικούς μεγενθυντές πέους.

Τι σας θυμίζει ως εδώ; Άστα να πάνε, φίλε αναγνώστη, κι εγώ αυτό σκέφτομαι απ’ τη μέρα που πάτησα με το πόδι μου την πρώτη μου ντυσσελντόρφια χλέπα: το Ντύσσελντορφ φέρνει τραγικά σε ελληνική (συν-, παρά-)πρωτεύουσα σε μια πιο ευρωπαϊκή εκδοχή και πενήντα εξήντα χρόνια μετά. Αθεράπευτη ξιπασιά, αβυσσαλέα αμορφωσιά, ανούσια σπατάλη, ψευτογκλαμουριά της πούτσας και δε συμμαζεύεται. Αν ήμουν κι εγώ έτσι, εννοείται πως θα έστελνα στο διάολο οποιονδήποτε μου ζητούσε τα λεφτά μου, μιας που ουσιαστικά θα ήταν το μόνο που θα είχα.

Αλλά τα μαθήματα πώς είναι; Χύσε, Κώστα, να κάνουμε κομπόστα. Το όνομα του ινστιτούτου λέγεται ΙΙΚ, προφέρεται «Ι Ι ΚΑ», ενώ οι Έλληνες μπορούμε να το προφέρουμε χωρίς ενοχές ΙΚΑ. Είναι το πρώτο αποτέλεσμα στο Google όταν κάποιος κακομοίρης αναζητά «Sprachkurs Deutschland» κι αν δεν είναι, είναι γιατί κάποιο χειρότερο φροντιστήριο κορόιδεψε αυτή τη μαλακισμένη μηχανή αναζήτησης και ξεπέρασε το shit tank, όπου βουλιάζω εγώ, ευτυχώς όχι για πολλές μέρες ακόμη. Το μοναδικό που οφείλω να αναγνωρίσω στο ΙΙΚ είναι ότι μαζεύει ένα σωρό γαμιστερούς ανθρώπους απ’ όλες τις άκρες της γης, προφανώς γιατί αυτοί έχουν να πετάξουν τα λεφτά τους όπου τους πει το Google. Έχουμε γιατρούς, δικηγόρους, λογιστές, προγραμματιστές, γλωσσολόγους, ζωγράφους και μουσικούς κι όλα αυτά όχι στις απλές τους εκδοχές. Για παράδειγμα κάνω μάθημα με μια κουκλάρα Ελβετίδα από ‘δώ μέχρι εκεί πάνω, η οποία παίζει βιεννέζικο κόρνο. Κόρνο, μαλάκα! Αν δεν είσαι μέλος ορχήστρας, πες μου, πότε γνώρισες τελευταία φορά κορνίστα;!;! Ναι, ακριβώς… ΤΟΤΕ!
Αν εξαιρέσουμε τους γαμάτους ανθρώπους όμως, το φροντιστήριο είναι η πραγμάτωση της ρήσης «ο βόθρος βρωμάει απ’ την ουρά» ή κάπως έτσι. Ευρύχωρες και καθαρές αίθουσες με σύστημα κλιματισμού ακαθόριστης λειτουργίας, ασύρματη πρόσβαση στο ίντερνετ με κωδικό που παίρνουμε έπειτα από αίτηση και πρόσβαση σε rapidshare, torrents και όλα τα καλά, θρανία αυστηρά σε σχήμα Π, σύμφωνα με τις μοντέρνες απόψεις περί παιδαγωγικής, για να προωθείται το ομαδικό πνεύμα και η απρόσκοπτη ανταλλαγή ιδεών και ματιών σε μπούτια και ντεκολτέ κι αν όλα αυτά δεν μοιάζουν τόσο άσχημα ως τώρα, διαβάστε παρακάτω.

Οι καθηγητές μας είναι πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλον: δύο, πάλι σύμφωνα με τις μοντέρνες απόψεις περί παιδαγωγικής, για να μη βαριόμαστε ολόκληρη τη ζωή μας, αλλά μόνο τη μισή, από τους οποίους ο ένας είναι ένας αθλητικός, πολυλογάς, υπερκινητικός, φωνακλάς τρόμπας που μιλάει με κάθε ευκαιρία για τη Γερμανία και τη γυναίκα του κι ο δεύτερος ένας υποτονικός κλόουν με μάτια που γυαλίζουν και φέρνει σε τρομπετίστα που παίζει σόλο το Μπολερό του Ραβέλ για να του σηκώνεται. Ομολογουμένως κι οι δύο προσπαθούν τα μέγιστα και, όπως οι περισσότεροι διδάσκοντες στο ινστιτούτο αυτό, έχουν διδάξει γερμανικά σε ήσυχες και ειρηνικές χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράν και η Ταϊβάν. Η μετεκπαίδευση των Γερμανών καθηγητών της γερμανικής ως ξένης γλώσσας σε άλλες χώρες είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή, πέραν τούτου όμως τραγικά αναποτελεσματική, καθότι με τον έναν κουραζόμαστε από τη βαρεμάρα και με τον άλλον βαριόμαστε απ’ την κούραση.

Σαν σωστό ινστιτούτο της γερμανικής γλώσσας, το ΙΙΚ διοργανώνει εκδηλώσεις προώθησης της γερμανικής κουλτούρας, για τις οποίες οφείλεις να πληρώσεις επιπλέον: βραδιές σε ντουμανομπυραρίες, επίσκεψη στη νύχτα των μουσείων (έλα Αλέκοοο! Τιιι;;; ΑΑΑΑΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!), μαζώξεις για ομαδικό μαγείρεμα, βραδιές Γιουροβίζιον και άλλα τέτοια πετυχημένα. Να μην ξεχάσουμε τα βιβλία που τα αγοράσαμε μόνοι μας κι από τα οποία έχουμε κάνει ως τώρα μοναχά δέκα σελίδες. Κι από τα δύο. Εκτιμούμε βαθύτατα τις φωτοτυπίες και τις ασκήσεις από άλλα βιβλία, αλλά για το επιπλέον υλικό ο προσδιορισμός «επιπλέον» είναι μεταφορικός: δεν σημαίνει ότι επιπλέει, αλλά ότι είναι έξτρα (που λέμε και στο χωριό μου), ήτοι (αυτό τό ‘μαθα όταν ήρθα στην πόλη) ΑΦΟΥ έχει εξαντλήσει κάποιος το ήδη υπάρχον.

Πλήρωνε για το ένα, πλήρωνε για το άλλο, να μην ξεχάσω να αναφέρω το δωμάτιο σε μια οικονομικότατη ιδιωτική εστία που κοστίζει €275 το μήνα, αλλά εδώ οφείλω να μην είμαι αχάριστος: διαθέτει όλα τα κομφόρ, όπως πολυθρόνα, γυάλινο τραπέζι σαλονιού (άνευ του σαλονιού) που έλκει τη σκόνη, γυάλινο τραπέζι ανάγνωσης για να διαβάζεις και να βλέπεις τα γόνατά σου, έναν απ’ αυτούς τους γαμάτους πίνακες που έχουν και τα ξενοδοχεία κατηγορίας ενός διάτοντα αστέρα, καρέκλα γραφείου με επικλινή πλάτη που μόλις καθήσεις παίρνει μόνη της στάση συνουσίας, κουζίνα που διαθέτει φούρνο μικροκυμάτων, δύο μάτια που δουλεύουν, κατσαρολικά, πιατικά και μαχαιροπίρουνα για εφτά νοματαίους και μπάνιο με θερμοσίφωνα με πρωτοβουλίες, τον οποίο αφού άρχισα να χρησιμοποιώ και δεδομένου ότι οι κατάρες μου πιάνουν, ο τύπος που τον κατασκεύασε έχει μείνει με γαμημένο σπίτι, γαμημένο μουνί της μάνας του, γαμημένο μουνί που τον πέταγε (όχι απαραίτητα ίδιο με της μάνας του), γαμημένο φελέκι και γαμημένη επανένωση. Το τελευταίο είναι μπόνους βρισιά που ανέπτυξα εδώ. Η πρώτη αττραξιόν του διαμερίσματος είναι το θερμαντικό σώμα με τα πυρότουβλα που έχει ένα διακόπτη και δύο ροοστάτες σε διαφορετικά μέρη του διαμερίσματος, κάτι που είναι για να σε μπερδεύει, αφού ουσιαστικά έχεις δύο επιλογές: κλειστό και Σαχάρα. Η δεύτερη αττραξιόν είναι ο πίνακας του ηλεκτρικού, ο οποίος, όταν ανοίξεις τρεις τέσσερις ηλεκτρικές συσκευές ταυτόχρονα, ευωδιάζει όπως οι τρίχες που βγάζαμε από τα μαλλιά μας στο δημοτικό (κι απ’ το εφήβαιό μας στο γυμνάσιο) και τις καίγαμε με αναπτήρα ή μεγενθυντικό φακό, κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι πως η ηλεκτρική εγκατάσταση του οικήματος αυτού είναι από τον καιρό που τα γερμανικά φύλα κατέβηκαν από τα δέντρα και πέρασαν από τη φάση της τροφοσυλλογής σε αυτήν της εξημέρωσης άγριων ζώων. Και μιας που αυτό είναι χρονικά παράδοξο, μάλλον ο ιδιοκτήτης ήταν φύλακας κάποιου μουσείου φυσικής ιστορίας (σε άλλο κρατίδιο οφ κορς) κι όταν το βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα, αυτός μάζευε τα κομμάτια απ’ τα ταριχευμένα μαμούθ, γιατί κάπου μπορεί να χρησίμευαν. Πλυντήριο (ένα) και στεγνωτήριο (ένα) βρίσκονται στο υπόγειο για όλον τον κόσμο της εστίας, δεκατρείς ανθρώπους, συν πλην πέντε ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις, είναι δωρεάν (το πλυντήριο και το στεγνωτήριο) αλλά δεν διατίθεται ένα χαρτάκι για να γράψεις την ώρα που επιθυμείς να πλύνεις, ούτως ώστε ο μαλάκας που μένει στον έκτο όροφο άνευ ανεκλυστήρος να μην ανεβοκατεβαίνει για να δει πότε τελείωσες εσύ να πλένεις τα στρινγκ σου. Μαντέψτε ποιος είναι ο μαλάκας!

Γκεστ σταρ του μήνα είναι ο συγκάτοικός μου, ένας λαμπρός εικοσάχρονος Ρώσσος φυσικά, ονόματι Έντουαρντ, που μιλάει δέκα λέξεις αγγλικά και τρεις γερμανικά, ακούει ποπ, έχει κινητό με windows mobile, τρώει το καταπέτασμα, έχει γεμίσει το ψυγείο με όλα τα συσκευασμένα αγαθά του καπιταλισμού, ενώ αυνανίζεται περί τις δέκα φορές τη μέρα, ανάλογα με τον καιρό και κατά τα φαινόμενα έχει βολευτεί στον περιστεριώνα που ο ιδιοκτήτης έχει βαφτίσει δωμάτιο. Να μη λησμονήσω να αναφέρω την Unterhausmeisterin, όπως τη λέμε, μια γυναίκα άνω των 55 που εκτελεί χρέη καθαρίστριας, επιβλέπουσας και φαρμάκου κατά της πρόωρης εκσπερμάτωσης, ενώ μιλάει γερμανικά με ρυθμό αντιαεροπορικού πολυβόλου του Πρώτου Παγκοσμίου, το οποίο ψιλιάζομαι πως γνωρίζει και να χρησιμοποιεί. Τη στύση μας σε υγιή επίπεδα κρατούν δυο νοτιοκορεάτισες που μένουν στον πρώτο και έχουν φιλίες με τους Ισραηλίτες στον πέμπτο και φορούν (όχι οι Ισραηλίτες) είτε κολλητές φορμίτσες είτε μίνι ως τ’ αυτιά και στις σκάλες μπορείς να τις πετύχεις καθημερινά στις 19:43, στις 20:27 και στις 22:38, ενώ 11:30 έως 12:30 των Κυριακών πλένουν τα ρούχα τους στο προαναφερθέν πλυντήριο του υπογείου. Δεν απαιτείται να απομνημονεύσετε τις ώρες.

Είναι κολλημένες με ζελοτέιπ στην είσοδο, κάτω από το κουμπί για το φως.

One comment on “Το Ντύσσελντορφ σε τρεις κινήσεις: πρόπλυση, πλύση, στέγνωμα

  1. -

    φίλε, γέλασα πολύ, για την ακρίβεια έκλαψα από το γέλιο – στη σαχάρα. ty & take care, cheers to duesseldorf 🙂

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *