Έξι ερωτικά αποσπάσματα

Κάτι που θεωρείται αυτονόητο στην εξοχή, η σιγαλιά της νύχτας, παραμένει θαύμα για τις πόλεις. Όποιος φεύγει απ’ την πόλη για να πάει στο εξοχικό του σπίτι, στον τόπο όπου γεννήθηκε, και στέκεται το πρώτο βράδυ στο παράθυρο ή μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αισθάνεται τη σιγαλιά να τον τυλίγει σαν δώρο της πατρίδας του, σαν βάλσαμο. Νιώθει πως βρίσκεται κοντά στην πηγή της υγείας και της γνησιότητας. Η αιωνιότητα φυσάει πάνω του σαν απαλό αεράκι.
Η σιωπή αυτή δεν είναι απόλυτη, είναι γεμάτη ήχους, σκοτεινούς, υπόκωφους, μυστικούς ήχους της νύχτας, ενώ στην πόλη οι ήχοι της νύχτας δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από εκείνους που ακούγονται τη μέρα. Στην εξοχή οι ήχοι της νύχτας είναι το τραγούδι των βατράχων, η μελωδία του ανέμου στα φυλλώματα των δέντρων, το νερό που κυλάει στο ποτάμι, ένα νυχτοπούλι ή κάποια νυχτερίδα που πετάει. Κι αν καμιά φορά τύχει να περάσει κάποια αργοπορημένη άμαξα και στις αυλές αρχίσουν να γαβγίζουν τα σκυλιά, οι ήχοι αυτοί είναι ασπασμοί της ζωής, πάντα καλόδεχτοι, που σβήνουν αργά και μεγαλόπρεπα στην απεραντοσύνη του διαστήματος.

•◦•◦•◦•

Ήμουν είκοσι τεσσάρων χρόνων και θεωρούσα τον κόσμο και τον εαυτό μου τέλεια δημιουργήματα. Αντιμετώπιζα τη ζωή με τρόπο καθαρά ερωτικό, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην πλευρά της αισθητικής. Βέβαια έρχονταν στιγμές που αυτή η ερωτική διάθεση υποχωρούσε ακολουθώντας τους κανόνες μιας ψυχρής λογικής, αλλά αυτό δεν αφορούσε κανέναν άλλον εκτός από μένα! Μετά από μια περίοδο αναπόφευκτων αμφιβολιών και αμφιταλαντεύσεων υιοθέτησα μια φιλοσοφία που δοξολογούσε τη χαρά της ζωής. Είχα την εντύπωση πως, αφού αντιμετώπισα με επιτυχία κάποιες σκληρές δοκιμασίες, κατέληξα σε μια ήρεμη κι αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων. Είχα περάσει τις εξετάσεις μου, η τσέπη μου ήταν γεμάτη και με περίμεναν δυο μήνες διακοπές. Τι άλλο ήθελα;

•◦•◦•◦•

Έβαλα το παντελόνι μου. Ήταν το μόνο που μπορούσα ν’ ανεχτώ μ’ αυτή τη ζέστη και την υγρασία. Πήρα στο χέρι τα παπούτσια και βγήκα ξυπόλυτος απ’ το σπίτι. Πήδησα πάνω απ’ το φράχτη του κήπου κι άρχισα να διασχίζω αργά την κοιμισμένη πόλη ακολουθώντας την όχθη του ποταμού, που κυλούσε νωθρά κι έπαιζε με τις ακτίνες του φεγγαριού.
Τίποτα δεν δημιουργεί τόσο μυστήριο, δεν ανοίγει τους ασκούς της ψυχής, όσο το να βγαίνεις νύχτα στο ύπαιθρο, να περπατάς κάτω απ’ το σιωπηλό ουρανό, δίπλα στο νερό που κυλάει. Τις στιγμές αυτές ξαναγυρίζουμε στις πηγές της ύπαρξής μας, αισθανόμαστε συγγενείς με ζώα και φυτά, νιώθουμε να σαλεύουν μέσα μας αόριστες αναμνήσεις μιας προϊστορικής εποχής χωρίς σπίτια και πόλεις. Οι περιπλανώμενοι άνθρωποι εκείνης της εποχής θεωρούσαν τα δάση, τα ποτάμια, τα βουνά, τους λύκους και τα κουνέλια πλάσματα ομοούσια, τ’ αγαπούσαν ή τα μισούσαν σαν φίλους ή θανάσιμους εχθρούς. Η νύχτα έχει όμως και μια άλλη ιδιότητα: διαλύει αμείλικτα κάθε αίσθηση κοινωνικού βίου. Όταν σβήνουν τα φώτα και σιγούν οι ανθρώπινες φωνές, όποιος μένει ξύπνιος βυθίζεται στην απομόνωση, αισθάνεται ότι δεν έχει στον κόσμο κανέναν εκτός απ’ τον εαυτό του. Η ψυχή πλημμυρίζει από εκείνο το απαίσιο συναίσθημα ότι είσαι μόνος, ολομόναχος, καταδικασμένος να ζήσεις χωρίς σύντροφο, να γνωρίσεις τον πόνο, το φόβο, το θάνατο, να μάθεις να υπομένεις καρτερικά. Όσοι είναι νέοι και υγιείς αντιμετωπίζουν το φρικτό συναίσθημα σαν μια σκιά που σκεπάζει για λίγο τη ζωή, σαν προειδοποίηση, σαν οιωνό, ενώ στους αδύναμους προκαλεί φρίκη.

•◦•◦•◦•

Το όμορφο κορίτσι ακούμπησε τα χείλη του στο στόμα του Μάρτιν. Ένιωσε την ύπαρξή του να σβήνει, τη θέληση να χάνεται. Τ’ αστέρια άρχισαν να σιγοτραγουδούν στο σκοτεινό ουρανό, κι ενώ ο Μάρτιν ένιωθε ότι μάθαινε πράγματι την αγάπη, το θάνατο κι ό,τι γλυκύτερο μπορεί να βιώσει ένας θνητός, αισθάνθηκε τον κόσμο γύρω του να κινείται στον ήχο ενός αρμονικού ρυθμού. Χωρίς να τραβήξει τα χείλη του απ’ το στόμα του κοριτσιού και χωρίς να επιθυμεί ή να περιμένει τίποτα πια απ’ τον κόσμο, ένιωσε τον εαυτό του κι εκείνη κι ολόκληρο το σύμπαν να σέρνουν ένα χορό που ακολουθούσε τον αρμονικό ρυθμό. Έκλεισε τα μάτια και ακολούθησε ζαλισμένος τη μουσική, προμοιρασμένη οδό όπου δεν τον περίμενε καμία εμπειρία, καμία πράξη, τίποτα που θα μπορούσε να έχει σχέση με το χρόνο.

•◦•◦•◦•

Μπορεί να μην ήξερα πολλά, αλλά δεν ήμουν κι εντελώς άσχετος με τον έρωτα. Κάπου είχα δει κι εγώ ζευγαράκια κι είχα διαβάσει αξέχαστα ερωτικά ποιήματα. Δεν περιοριζόμουν όμως στο ρόλο του παρατηρητή. Είχα ερωτευτεί κι εγώ αρκετές φορές, και στα όνειρά μου γεύτηκα λίγη απ’ τη γλύκα που δίνει νόημα στη ζωή των αντρών, τους παρακινεί να επιχειρήσουν μεγάλα έργα, απίστευτα κατορθώματα. Είχα συμμαθητές που πήγαιναν από καιρό με κορίτσια κι οι συνάδελφοί μου στο μηχανουργείο ευκαιρία δεν έχαναν να κοκορευτούν για τις κυριακάτικες χορευτικές τους εξορμήσεις και τα παράθυρα όπου σκαρφάλωναν τις νύχτες για να χωθούν στην αγκαλιά των κοριτσιών. Για μένα τον ίδιο όμως ο έρωτας παρέμενε ένας μυστικός, κλειδωμένος κήπος. Μπροστά στην πύλη του στεκόμουν και περίμενα, γεμάτος ανείπωτη νοσταλγία.

•◦•◦•◦•

Ένα ζευγάρι περπατούσε αργά, χωρίς σκοπό, σαν να ήθελε να ξορκίσει την ώρα του χωρισμού στο ζεστό δρόμο που συνέδεε δυο χωριά. Πότε κρατιούνταν απαλά απ’ το χέρι, πότε αγκαλιάζονταν ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του άλλου. Ήταν όμορφοι, λαμπεροί μέσα στα ελαφρά, καλοκαιριάτικα ρούχα τους, τα λευκά παπούτσια, το ακάλυπτο κεφάλι. Περπατούσαν σαν να χόρευαν. Ο έρωτας οδηγούσε τα βήματά τους μέσα στην έξαψη του καλοκαιρινού βραδιού. Το κορίτσι είχε λευκό πρόσωπο και λαιμό, ο άντρας ήταν ηλιοκαμένος. Ήταν κι οι δυο λεπτοί και ψηλοί, πανέμορφοι, αφημένοι στη μαγεία της στιγμής που ζούσαν. Είχαν γίνει ένα, λες και τους έτρεφε και τους οδηγούσε μια μόνο καρδιά, αλλά ταυτόχρονα διέφεραν σχεδόν στα πάντα, απείχαν έτη φωτός ο ένας απ’ τον άλλο. Ήταν η στιγμή που η φιλία γίνεται έρωτας και το παιχνίδι πεπρωμένο. Χαμογελούσαν κι οι δυο κι ας ήταν σοβαροί, σχεδόν θλιμμένοι. (…)
Οι δυο ερωτευμένοι προχώρησαν αγκαλιασμένοι ως το σταυροδρόμι. Το φιλί του αποχωρισμού ήταν παθιασμένο, ύστερα απομακρύνθηκαν ο ένας απ’ τον άλλο και πήρε ο καθένας το δικό του δρόμο. Γρήγορα γύρισαν κι οι δυο για να φιληθούν ακόμα μια φορά, αλλά τώρα το φιλί δεν τους έδινε χαρά, τους έκαιγε και τους διψούσε. Το κορίτσι απομακρύνθηκε γρήγορα κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή ένιωθε το παρελθόν να στέκει δίπλα του. Τα γεγονότα που είχε ζήσει τον κοίταζαν κατάματα: άλλοι χωρισμοί, άλλα φιλιά μες στη νύχτα, άλλα χείλη, άλλα ονόματα. Ένιωθε την καρδιά του να σφίγγεται από θλίψη. Πήρε με αργό βήμα το δρόμο του γυρισμού ενώ τ’ αστέρια έλαμπαν πάνω απ’ τα δέντρα.

του Hermann Hesse, από τις Ερωτικές ιστορίες· κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη
για σένα, χάρη στης οποίας τη σκέψη και τα όνειρα πέρασα μονάχος μου το ομορφότερο καλοκαίρι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *