Άφησε το βιβλίο και τα γυαλιά του μέσα στο καπέλο, ακούμπησε δυο πέτρες πάνω στην πετσέτα και σηκώθηκε να βουτήξει. Καθώς πατούσε γρήγορα πάνω στα καφτά βότσαλα, μια γιαγιά τραγουδούσε παράφωνα στο εγγόνι της ένα τραγούδι δικής της έμπνευσης κι ενέτεινε το μαρτύριο.
Μέσα στη θάλασσα σκεφτόταν πάντα καλύτερα. Είχε διαβάσει πως αυτό συνέβαινε επειδή το σώμα ένιωθε τάχα ασφαλές όπως μέσα στη μήτρα. Μαλακίες. Εκείνος σκεφτόταν καλύτερα επειδή ένιωθε παρείσακτος. Μέσα στο νερό όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο: παρείσακτοι οργανισμοί που προσπαθούν να επιβιώσουν χωρίς να προσφέρουν τίποτα. Σαν ζωντανοί φελλοί.
Κίνησε την περιέργεια σε κάτι ψάρια. Τον πλησίασαν αλλά μιας που δεν τρωγόταν, απομακρύνθηκαν ξανά. Προσπέρασε μια τσούχτρα από μακριά ―ποτέ δεν ξέρεις αν τσιμπάνε―, όπως προσπερνάει και τους ανθρώπους στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα έξω από τη θάλασσα.
Είναι πια στα βαθιά, μόνος από άλλους παρείσακτους, αυτός κι η υγρή ζωή, η μόνη ζωή που αντέχει. Γυρνάει το κεφάλι προς την ακτή. Ο κόσμος έχει γίνει πιο μικρός. Οι τσιρίδες των μικρών παιδιών ίσα που ακούγονται και δεν μυρίζει πια αντιηλιακό. Στρέφεται ξανά προς τα βαθιά και συνεχίζει.