Ξύπνησα χωρίς άλλη επιλογή, όταν άκουσα το καζανάκι των απέναντι και μετά νερό να κατεβαίνει στην εξωτερική υδρορροή. Φαντάστηκα σκατά να κατεβαίνουν δυο ορόφους και να πέφτουν στην αποχέτευση, που δεν ήταν πολύ μακριά από τα όνειρα που έβλεπα εκείνο το μεσημέρι. Προσπάθησα να ανασάνω από τη μύτη, γιατί το στόμα μου ήταν ξερό κι η γλώσσα μου κολλούσε στα τοιχώματα και στον ουρανίσκο. Ο ανεμιστήρας είχε σταματήσει να γυρνάει πέρα δώθε κι έστελνε στον τοίχο πίσω μου ζεστό αέρα που μύριζε καμμένο λάδι ραπτομηχανής. Προσπάθησα να γυρίσω από την άλλη, αλλά με τύφλωσε η απογευματινή αντηλιά. Τέντωσα με το ζόρι το ένα πόδι κι έκλεισα τον ανεμιστήρα, έβγαλα και το άλλο και κάθισα στο κρεβάτι για να συγκεντρώσω τα μέλη μου. Ιδρώτας κύλισε σε στάλες από το σβέρκο μου στην πλάτη κι οι μασχάλες μου μύριζαν λες και περνούσα δεύτερη εφηβεία. Ήθελα νερό και λίγη σοκολάτα. Κι ένα παγωμένο μπάνιο. Έβαλα δύναμη στα πόδια και κατάφερα να σηκωθώ.