Το πάνω μέρος του ορίζοντα

Αργά το απόγευμα, όταν τα νερά σταμάτησαν να λάμπουν κι ο ήλιος πήγαινε να δύσει, βγήκε από τη θάλασσα με το παιδί της. Στήριξε το πορτοκαλί του σωσίβιο με δυο πέτρες, τον σκούπισε, του άλλαξε μαγιώ, του έβαλε φανελάκι και έτριψε τη μύτη της στη δική του. Τον ακούμπησε στην ψάθα της κι αυτός άρχισε να περιεργάζεται τα βότσαλα. Έβγαλε το πάνω μέρος του μαγιώ της και κάθισε ανάσκελα στην ξαπλώστρα. Έκλεισε τα μάτια και μύρισε με δυο βαθιές ανάσες τη μοναξιά της θάλασσας. Το χέρι της γλίστρησε στο πλάι κι ο μικρός το έπιασε και το έσφιξε. Τότε εκείνη τον σήκωσε και τον κράτησε στο στήθος της. Του χάιδεψε τα μαλλιά, του έδειξε μακριά, προς τον ήλιο που έδυε και κοίταξαν κι οι δύο με το ίδιο βλέμμα τον ορίζοντα σαν να τους ανήκε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *