Σε ποιο σημείο αρχίζει η δυσαρέσκεια; Έχεις γύρω σου αρκετή ζεστασιά κι όμως κρυώνεις. Έχεις φάει καλά κι όμως σε κατατρώει η πείνα. Έχεις αγαπηθεί κι όμως λαχταράς ν’ ανοιχτείς σε νέες περιπέτειες. Κι όλα αυτά έρχεται να τα υποδαυλίσει, συνεχώς, ο χρόνος, ο άτιμος ο χρόνος. Τώρα, το τέλος της ζωής δεν είναι τόσο φοβερά απομακρυσμένο ―μπορείς να το δεις, όπως βλέπεις τη γραμμή του τερματισμού, όταν μπεις στην τελική ευθεία― και σκέφτεσαι, «Δούλεψα αρκετά; Έφαγα αρκετά; Αγάπησα αρκετά;» Όλ’ αυτά, βέβαια, είναι η πηγή της μεγαλύτερης κατάρας του ανθρώπου και ίσως της μεγαλύτερης δόξας του. «Ποιο ήταν το νόημα της ζωής μου μέχρι τώρα και ποιο θα μπορεί να είναι στα χρόνια που μου απομένουν;» Και τώρα ερχόμαστε μπροστά στο απαίσιο, το δηλητηριώδες κεντρί: «Τι ακούμπησα εγώ στο Μεγάλο Ζυγό; Τι αξίζω;» Και δεν είναι ούτε ματαιοδοξία ούτε φιλοδοξία. Οι άνθρωποι μοιάζουν να γεννιούνται κουβαλώντας ένα χρέος, που δεν θα μπορέσουν ποτέ να το ξεπληρώσουν, όσο κι αν προσπαθήσουν. Γιατί, είναι σαν να συσσωρεύεται συνεχώς μπροστά τους, πάντα, ένα βήμα πιο μπροστά από ‘κεί που ήδη βρίσκονται. Ο άνθρωπος χρωστάει κάτι στον άνθρωπο. Αν θελήσει ν’ αγνοήσει το χρέος, τότε αυτό τον δηλητηριάζει· αν, πάλι, θελήσει να το πληρώσει, τότε το χρέος συνεχώς αυξάνεται και το μέτρο που δείχνει την ποιότητα του ανθρώπου είναι η ίδια η ποιότητα των δώρων του.
του Τζων Στάινμπεκ από τη Γλυκιά Πέμπτη· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.