«Πάω να ετοιμάσω το δωμάτιο της μικρής» σου φωνάζω και ανεβαίνω πάνω.
Ανοίγω τα παράθυρα να μπει λίγος αέρας και το φως του φεγγαριού του Σεπτέμβρη και νιώθω την κλεισούρα να διαλύεται. Όταν ανοίγω και τη σκαλιστή ντουλάπα, η μυρωδιά προσπαθεί να παλέψει με ελαφρώς αλλαγμένη μορφή, αλλά δεν τα καταφέρνει.
Ξεσκεπάζω το κρεβάτι και παίρνω να διπλώνω το σκέπασμα, όταν παρατηρώ την κηλίδα του αίματος στο στρώμα, σε ένα κόκκινο τόσο σκούρο που πήγαινε για μαύρο. Από τα σεντόνια είχε φύγει με τα πλυσίματα, αλλά στο στρώμα παρέμενε.
Έντεκα χρόνια πριν, τον Αύγουστο, μια νύχτα λίγα βράδια μετά το μπλε φεγγάρι, καθόμουν και την άκουγα στο τηλέφωνο να μου λέει πως δεν αντέχει άλλο, πως δεν είναι πια ο εαυτός της και πως θέλει να μείνει μόνη της για να τον ξαναβρεί. Όλην αυτήν την ώρα την άκουγα σιωπηλός και έκοβα με τα δόντια μου κομμάτια πέτσα από το νύχι του δεξιού μου δείκτη. Όταν μου είπε ότι αυτό θα μου έκανε καλό κι ας μην το καταλάβαινα τότε, θύμωσα κι έσφιξα τα δόντια και για να μην της φωνάξω τράβηξα με δύναμη την παρανυχίδα. Αυτή βγήκε μέχρι πιο πάνω από την πρώτη κλείδωση κι άρχισε να στάζει αίμα, αλλά εγώ συνέχισα να ακούω. Ο πόνος με είχε ξεθυμάνει, δέχτηκα όσα μου είπε, συμφώνησα, της ευχήθηκα καληνύχτα κι έκλεισα το τηλέφωνο.
Το σεντόνι είχε ποτίσει σε εκείνο το σημείο και το αίμα πέρασε στο στρώμα. Το έπλυνα την επόμενη μέρα στο χέρι, έτριψα και το στρώμα δυνατά σε εκείνο το σημείο με ένα πανί με χλωρίνη ακούγοντας Μπιλλ Έβανς κι έπειτα έφυγα για τη θάλασσα.
Το ξεθωριασμένο σεντόνι πάει από κάτω. Βάζω τη μαξιλαροθήκη με τα κίτρινα λουλούδια που της αρέσει και αρέσει και σε σένα. Στρώνω από πάνω το παιδικό μου σεντόνι και διπλώνω στο πλάι την πικεδένια κουβέρτα, μήπως κρυώνει τη νύχτα η μικρή. Είναι Σεπτέμβρης και δεν είναι καιρός για απροσεξίες. Τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς, έχουν αλλάξει. Τώρα είσαι εσύ.
Σ’ ακούω να τακτοποιείς τις τσάντες στην κουζίνα και σου φωνάζω από πάνω «Ξύπνησέ την να πλύνει τα δόντια της, για να τη βάλω στο κρεβάτι». Στο αυτοκίνητο μάς είπε ότι ένα της δόντι άρχισε να κουνιέται σήμερα κι εγώ της είπα ότι τέλειωσαν τα ψέματα κι ότι έπρεπε να παίρνει πια στα σοβαρά τη στοματική υγιεινή. Όπως και μερικά άλλα ζητήματα, σκεφτόμουν από μέσα μου, όσο εσύ χαμογελούσες με τον τρόπο που της μίλαγα.