Σηκώνεις τα μάτια από το βιβλίο γιατί σε καίει ο ήλιος. Δεν έχεις χώρο να πας πιο πίσω στο βράχο. Παίρνεις το μπλουζάκι σου και σκεπάζεις τα γόνατά σου. Βυθίζεις τις πατούσες σου στην άμμο. Σε λίγο θα φύγεις, πλησιάζει η ώρα. Δίπλα σου παρατημένες πετσέτες, πιο δίπλα μια ψάθα, τσάντες κι από την άλλη μια ομπρέλα με ένα ραδιοφωνάκι στη σκιά της. Κάποιος κλαίγεται μέσα από το μεγάφωνο, μα κανείς δεν τον ακούει. Περνάει ένα μωβ υφασμάτινο βραχιόλι σε έναν καρπό, σε ένα χέρι που δεν θα σε αγγίξει ποτέ. Ένα ξανθό αγοράκι με παιδική κοιλιά παίζει μπάλα με τους γονείς του στα ρηχά. Η μητέρα του φοράει γυαλιά καθρέφτες κι ο πατέρας έχει μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό που πάει πέρα δώθε. Κάποιος ζητά από το διπλανό του αμμωνία, γιατί κάτι τον τσίμπησε. Μια κυρία, μακριά πια από τη νεότητά της, περπατά ανάποδα φορώντας κίτρινα βατραχοπέδιλα, ένα χρώμα που δεν θα φόραγες ποτέ εσύ. Νέες κοπέλες βγάζουν τα σορτσάκια τους συζητώντας για αντιηλιακά· προσφορές, ποιο είναι λιγότερο λιπαρό και ποιο θα τις βγάλει μέχρι το Σεπτέμβρη. Στα βαθιά κυλάει ένα ιστιοφόρο σαν αυτά που ζωγραφίζατε στο σχολείο, αυτά που των συμμαθητών σου ήταν πιο όμορφα από τα δικά σου. Πιο βαθιά ένα φορτηγό προσπερνάει. Νομίζεις πως δεν κουνιέται, αλλά γυρνάς το κεφάλι σου αφού έχεις μαζέψει τα πράγματά σου κι έχει μετακινηθεί λίγο. Ακόμα το προλαβαίνεις, και χωρίς να βιαστείς. Μπορείς να φας με την ησυχία σου το μεσημέρι. Ίσως και να κοιμηθείς λίγο μετά.