Του έλειπαν αυτά τα υπέροχα που ποτέ δεν αντικαταστάθηκαν. Δηλαδή το ξύπνημα δίπλα σε έναν γυμνό ώμο, η βουτυρένια γεύση του κρουασάν, ο καφές, ο έρωτας, η δεδηλωμένη με γκρίνια πολλών ντεσιμπέλ αποστροφή του στα πρωινά τσιγάρα. Να ήταν αυτή η αληθινή ευτυχία ― ή μήπως η δυστυχία, γιατί του έλειπαν;
Είχε περάσει ο καιρός που δεν έψαχνε αναμνήσεις από τα χρόνια της μεγάλης απόδρασής του, μάλλον γιατί εξασκούσε συστηματικά τον εαυτό του στην προσαρμογή σε μια νέα ζωή, χωρίς σπουδαία πετάγματα. Το ξύπνημά του δεν περιλάμβανε πια ήχους από βρύσες που ανοιγόκλειναν με τον τρόπο των Φρανσουάζ ή βήματα ξυπόλυτων ποδιών στο παρκέ, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική βιασύνη των κοριτσιών που αγαπούσε. Του έλειπε ακόμα και η δημιουργική τεμπελιά, τα αφελή άλλοθι για να αναβληθούν ανάπηρα προγράμματα, σχετικά με το ασαφές αντικείμενο που σπούδαζε.
Σήμερα, ώριμος, μόνος και ξαφνιασμένος από τη συγκομιδή της βραδιάς που πέρασε, σκεφτόταν ότι ελάχιστα ήταν τα πράγματα που ίσχυαν, αναλογικά με τα όνειρα που είχε κάποτε. Τώρα πάσχιζε να κρατηθεί από τον ηλεκτροφόρο ενεστώτα χρόνο, καρφωμένος στη θλιβερή πρωτεύουσα εκατοντάδων χιλιάδων θυμωμένων ανθρώπων. Πάντως, μέσα του, αισθανόταν να αναδύεται ένας φιλότιμος θυμός που δεν θα τον κατάπινε η ρουτίνα. Κι αυτό τον τάραζε.
του Γιάννη Ξανθούλη από το γιο του δάσκαλου· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις διόπτρα