Είναι αδύνατον να περιγράψω το σοκ του επαναπατρισμού. Θυμάμαι ότι στάθηκα για ώρα ατελείωτη κοιτάζοντας μια στρωτά βαμμένη κίτρινη γραμμή δίπλα στη στροφή ενός τσιμεντένιου πεζοδρομίου. Κίτρινη κίτρινη γραμμή γραμμή. Στοχάστηκα επάνω στο ανθρώπινο έργο, την μπογιά, το φορτηγό με το στιμέντο και τα καλούπια που χρησιμοποιήθηκαν, όλα τα εφόδια που χρειάστηκαν γι’ αυτή την απλή στροφή του δρόμου. Προς τι; Δεν μπορούσα να βρω ακριβώς την απάντηση. Για να μην παρκάρει εκεί κανένα αμάξι; Υπάρχουν τόσο πολλά αυτοκίνητα που η Αμερική πρέπει να χωριστεί σε μέρη όπου μπορούν και μέρη όπου δεν μπορούν να πάνε; Ήταν πάντα έτσι, ή πολλαπλασιάστηκαν απίστευτα, μαζί με τα τηλέφωνα και τα καινούργια παπούτσια και τα ραδιόφωνα τρανζίστορ και τις τομάτες τις τυλιγμένες σε σελοφάν, κατά τη διάρκεια της απουσίας μας;
Ύστερα, καθόμουν και κοιτούσα ένα φανάρι της τροχαίας κρεμασμένο με ένα περίπλοκο σύστημα καλωδίων επάνω από μια διασταύρωση. Δεν μπορούσα να κοιτάξω τα ίδια τα αυτοκίνητα. Ο εγκέφαλός μου είχε υπερφορτιστεί από όλα τα χρώματα και την ενορχηστρωμένη μεταλλική κίνηση. Από το ανοικτό κτίριο πίσω μου, έφτασε μέχρι εμένα ένα δυνατό ρεύμα αέρα με ουδέτερη μυρωδιά και ο βόμβος από το φωτισμό φθορίου. Αν και ήμουν έξω, αισθανόμουν μια περίεργη αίσθηση περιορισμού. Ένα περιοδικό βρισκόταν πεταμένο στην άκρη του δρόμου, ασύλληπτα καθαρό και άσπιλο. Μια αύρα γύριζε μαλακά τις σελίδες για χάρη μου, μια μια: εδώ ήταν μια λευκή μητέρα με ωραία κόμμωση δίπλα σε έναν τεράστιο άσπρο στεγνωτήρα ρούχων και ένα παχουλό λευκό παιδί και ένας μεγάλος σωρός από ρούχα που θα έφτανε, αυτή την εντύπωση είχα, για να ντυθεί ένα ολόκληρο χωριό. Εδώ, ένας άντρας και μια γυναίκα κρατούσαν μεταύ τους μια αμερικανική σημαία επάνω σε μια τεράστια έκταση γρασιδιού τόσο επίπεδη και άψογα κουρεμένη που οι σκιές τους απλώνονταν από πίσω σε μέγεθος πεσμένων δέντρων. Εδώ, μια ξανθιά γυναίκα με μαύρο φόρεμα και πέρλες και κόκκινα νύχια έσκυβε επάνω από ένα άσπρο τραπεζομάντιλο προς ένα ποτήρι κρασί. Εδώ, ένα κορίτσι με πολλά διαφορετικά καινούργια ρούχα που αγκάλιαζε μια κούκλα τόσο καθαρή και ατσαλάκωτη που έδειχνε σαν να μην ήταν δική της. Εδώ, μια γυναίκα με παλτό και καπέλο, αγκάλιαζε μια στοίβα από κάλτσες που είχαν στο πλάι ρόμβους. Ο κόσμος φαινόταν συνωστισμένος και κενός ταυτόχρονα, άδειος από μυρωδιές και υπερβολικά φωτισμένος. Συνέχισα να κοιτάω το κόκκινο φανάρι της τροχαίας που λαμπύριζε. Ξαφνικά, άναψε ένα φωτεινό πράσινο βέλος, δείχνοντας αριστερά, και η σειρά των αυτοκινήτων, σαν υπάκουα ζώα, πήγαν όλα αριστερά. Εγώ έβαλα ένα δυνατό γέλιο.
Η Μητέρα, στο μεταξύ, είχε προχωρήσει πιο μπροστά. Περπατούσε σαν υπνωτισμένη προς έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κινήθηκα βιαστικά προς το μέρος της και την πρόλαβα, με κάποια συστολή γιατί είχε μπροστά στη σειρά από μια μεγάλη γραμμή στρατιωτών που περίμεναν να τηλεφωνήσουν στο σπίτι τους. Απαίτησε να της δώσει κάποιος τα σωστά κέρματα για να πάρει στο Μισισιπί, πράγμα που δυο νεαροί έκαναν με τέτοιο ζήλο που θα έλεγες πως η Μητέρα ήταν ο επικεφαλής αξιωματικός τους. Τα ανοίκεια αμερικανικά νομίσματα τα ένιωθα ελαφριά στα χέρια μου. Τα πέρασα στη Μητέρα κι εκείνη πήρε κάτι δεύτερα ξαδέλφια που υποσχέθηκαν να έρθουν να μας πάρουν σχεδόν αμέσως, αν και η Μητέρα είχε να τους μιλήσει σχεδόν μια δεκαετία. Ακόμα ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου απέξω.
της Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ από τη Δηλητηριώδη Βίβλο· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι