Φύγαμε κι από το φετινό καλοκαίρι και το μόνο που έμεινε για να μάς το θυμίζει είναι κάτι μικροεκδρομές τα Σαββατοκύριακα για τους προνομιούχους και κάτι εκνευριστικοί τύποι στα social media που διατυμπανίζουν ότι πηγαίνουν καλοκαιρινές διακοπές το Σεπτέμβρη, για να μην συναγελάζονται με την πλέμπα, και που το μόνο που εύχεσαι γι’ αυτούς είναι να πάθουν σύντομα τυμπανισμό εξαιτίας κατάποσης αντιηλιακού λαδιού για μαύρισμα.
Τα τελευταία καλοκαίρια μού κάνουν εντύπωση δύο παιδιά που βλέπω συχνά, σχεδόν καθημερινά στην παραλία που κάνω μπάνιο. Το μόνο σίγουρο που γνωρίζω γι’ αυτά είναι τα ονόματά τους.
Το ένα το λένε Δημήτρη και πρέπει να πηγαίνει σε μια από τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Πρόκειται για την ενσάρκωση του είδους αυτού του παιδιού, για το οποίο η σιχαμάρα μου μεγαλώνει με αριθμητική πρόοδο, έχοντας αρχίσει πολύ πριν μάθω τι είναι αριθμητική πρόοδος. Δεν πρόκειται απλά για ένα μεγάλο μαλακισμένο, αλλά για ένα μαλακισμένο το οποίο μπορώ να ξεχωρίσω με κλειστά μάτια, μόνο με τη μυρωδιά ανάμεσα σε δύο χιλιάδες μαλακισμένα. Είναι ο τύπος αυτός του παιδιού που μου δημιουργεί τη σχεδόν πρωτόγονη επιθυμία να θέλω να καρυδώσω κάποιον μόλις μπω σε ακτίνα τριάντα πέντε χιλιομέτρων από το μέρος που βρίσκεται το σώμα του.
Μιλάει πολύ, πάρα πολύ, λέει εκνευριστικές μαλακίες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, είναι φίλαθλος γνωστής ποδοσφαιρικής ομάδας, διαβάζει έγχρωμη αθλητική εφημερίδα, πετάει σκουπίδια και θέλει όλους γύρω του, μικρότερους ή μεγαλύτερους, να τον υπηρετούν. Γιαγιά, πάρε τηλέφωνο την κα Κούλα να δούμε πότε θα έρθουν πια· Κατερίνα, πέτα μου τη μάσκα, γιατί βαριέμαι να βγαίνω από τη θάλασσα· Γιάννη, δώσε μου το μπουκάλι το νερό να πιω, όχι, μην πίνεις πρώτα εσύ!· Θα φάμε τίποτα, ωωω, πάλι φρούτα έφερες;!;!· κυρία Γιώτα, μου πιάνετε την πετσέτα;· Νίκο, φέρε μου τις παντόφλες. Και ούτω καθεξής. Πέρα απ’ αυτά βρίζει τους μετανάστες, διατείνεται ότι ξέρει να οδηγεί και μάλιστα καλύτερα απ’ όλους τους άλλους, παίζοντας στη θάλασσα μπάλα με άλλα παιδιά πετάει τη μπάλα τέσσερις φορές πιο ψηλά απ’ ό,τι θα έφταναν να την πιάσουν, μετά φωνάζει «γκολάρα» και μετράει το σκορ μόνος του «67-3» κάνοντας εξοργιστικές γηπεδικές χειρονομίες.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως φέρεται ως ένας μικρός θρασύδειλος τραμπούκος. Σε όσα από τα υπόλοιπα παιδάκια τον παίρνει ρίχνει μπουνιές δήθεν αστεία, ανακατεύει τα μαλλιά, τα βουτάει στο νερό και τα κρατά μέχρι να αρχίσουν να χτυπούν χέρια και πόδια τρομαγμένα, παίρνει τις μάσκες (και τα κουβαδάκια από μερικά πολύ μικρότερα), ενώ κυρίως απέναντι στα κοριτσάκια κάνει ψευτομαγκιές για να επιδειχθεί, τις περισσότερες φορές χοντράδες, και τα σπρώχνει ή τα ακουμπάει δήθεν τυχαία και κατά λάθος για να πιάνει τα στήθη τους.
Κάθε φορά που βλέπω κυρίως την τελευταία του συμπεριφορά, καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες για να μην το αρπάξω από το σβέρκο και σπάσω έναν-έναν τους σπονδύλους της σπονδυλικής του στήλης με τη δεξιά μου φτέρνα. Πολλές φορές το κοιτάω μέσα από την προστασία των γυαλιών ηλίου μου και σκέφτομαι τι θα μπορούσα να του κάνω, πράγματα που θα ζήλευε ο σεναριογράφος των SAW. Ανταποκρινόμενη στις φωνές των άλλων παιδιών, ο μόνος άνθρωπος που κάνει κάτι για να συνετίσει αυτό το σίχαμα, είναι η γιαγιά του, μια χυμένη και μαυρισμένη φακλάνα με κίτρινο καπελάκι και μοδάτα γυαλιά ηλίου, η οποία κάθεται σε καρεκλάκι που έχει βουλιάξει βαθιά μέσα στα βότσαλα και φωνάζει από μακριά «Δημήτρη, μη!» με βαριεστημένη φωνή, σα δυσκοίλια που σφίγγεται να χέσει σε διαστημόπλοιο που βγαίνει από ταχύτητα δίνης ή αλλιώς από το υπερδιάστημα (ανάλογα με τη σχολή επιστημονικής φαντασίας στην οποία ανήκετε) και λόγω κοσμικών δυνάμεων η κουράδα να ξαναμπαίνει μέσα.
Θάνατος. Σκληρός, βασανιστικός θάνατος προς παραδειγματισμό σε όλους τους εκολαπτόμενους κάφρους αυτής της σκατοχώρας και στα κοθώνια που τούς έφεραν σ’ αυτή τη σκατοχώρα.
Το άλλο παιδί το λένε Αθανασία. Μ’ αρέσει αυτό το όνομα. Πάντα μου άρεσε. Από τότε που το πρωτάκουσα τουλάχιστον. Παρόλο που γιορτάζεται από τους χριστιανούς, μού φέρνει στο νου κάτι αγνό και ανώτερο και όχι λιβάνια, πετραχήλια, λαγούς, μούσια, χρυσάφι και τριχωτούς σοδομιστές βουβαλοπαπάδες, όπως μου φέρνουν τα «Νίκος», «Γιώργος», «Κώστας» και άλλα τέτοια ξεβαμμένα.
Η Αθανασία είναι μάλλον λίγο μικρότερη από το Δημήτρη, αλλά δεν μπορώ να μαντέψω την ηλικία της και δεν μπορώ να τη ρωτήσω, γιατί δεν μπορεί να μιλήσει, όπως δεν μπορεί ούτε να περπατήσει ούτε να χρησιμοποιήσει τα χέρια της. Η Αθανασία είναι ένα πολύ αδύνατο, σχεδόν σκελετωμένο ξανθό κοριτσάκι με επιπλέον κάποιου είδους δυσμορφία στο σαγόνι της. Κουνάει συνήθως μόνο το ένα χέρι, το δεξί και το βάζει στο στόμα του. Τα πόδια του δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει.
Η μητέρα της, μια πολύ ενδιαφέρουσα middle-aged μοντέρνα χίπισσα (ήτοι με κάποιες απ’ τις ιδέες, χωρίς το ντύσιμο) και ελαφριά καμπούρα, κουβαλάει την κόρη της στα χέρια, την εναποθέτει σε μια καρεκλίτσα στη σκιά και μερικές φορές της μιλάει, αλλά δεν μπορώ να γνωρίζω τι απ’ όλα καταλαβαίνει η Αθανασία. Επίσης την παίρνει στην αγκαλιά της και μπαίνουν μαζί για μπάνιο στα ρηχά και όταν βγαίνουν την τυλίγει με μια πετσέτα και αργότερα της δίνει φαγητό με κουτάλι σε μικρές μπουκιές από ένα ταπεράκι. Η Αθανασία φοράει πάντα ολόσωμα μαγιώ σε έντονα χρώματα, έχει μια όμορφη μικρή κοτσίδα και δεν μιλάει, αλλά αντ’ αυτού μουγκρίζει ευχαριστημένη ή δυσαρεστημένη, ανάλογα με την περίπτωση. Είναι σαν μια χαλασμένη κούκλα με μπαταρίες και κάποιου είδους βραχυκύκλωμα. Ή σαν μια μαριονέττα χωρίς τον καλλιτέχνη της.
Θαρρώ πως είναι παραπληγική ή τετραπληγική, αλλά δεν είμαι σίγουρος για την ορθότητα του όρου και δεν έχω το θάρρος να ρωτήσω τη μητέρα της, με την οποία συζητάμε αρκετές φορές, αλλά η μόνη φορά που η ίδια είχε αναφερθεί στιγμιαία στην κόρη της ήταν όταν είπε ότι τους έκοψαν το επίδομα που λάμβανε από το κράτος για να τη φροντίζει. Ποτέ δεν είχα το θάρρος για να αντιμετωπίσω με την πρέπουσα αποτελεσματικότητα συνανθρώπους μας που αντιμετωπίζουν τέτοια δυστυχία. Το λάθος μου μπορεί να είναι ότι αναφέρομαι σ’ αυτήν την κατάσταση σαν δυστυχία, ενώ οι ίδιοι που τη ζουν, όταν μπορούν να τη ζουν, ή οι συγγενείς τους την αποδέχονται σαν κάτι διαφορετικό. Αν δεν τρελαίνονται. Εγώ λυπάμαι που δεν έχω αυτήν τη δύναμη. Και λυπάμαι επίσης πολύ για όλα αυτά που θα χάσουν οι άνθρωποι αυτοί.
Ο φιλελευθερισμός (με την καλή έννοια) στην πλέον ιδεατή του μορφή διατείνεται πως όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή κι ακόμη χειρότερα πως, αν δεν τις έχουν, ο καθένας μπορεί να τις κατασκευάσει για τον εαυτό του, ενώ στις κινηματογραφικές ταινίες βλέπουμε στην καλύτερη περίπτωση κάποιον άνθρωπο με κινητικές δυσκολίες που μετακινείται σε αναπηρικό καροτσάκι. Ελπίζω να μην με παρεξηγήσετε, ότι τάχα θεωρώ αυτήν τη μορφή αναπηρίας κάτι εύκολο να αντέξεις. Η Αθανασία όμως, και η κάθε Αθανασία, δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να διαβάσει, να γράψει, να βοηθήσει συνανθρώπους της, να συζητήσει, να ακούσει μουσική, να παίξει μουσική, να σπουδάσει, να ερωτευτεί, να την ερωτευτούν και να ζήσει τον έρωτα αυτό.
Δεν πρέπει να είναι ορθό, ούτε πολιτικώς ούτε και για την ψυχή των ανθρώπων αυτών, αλλά κάθε φορά που στη ζωή έρχομαι με κάποιο τρόπο απέναντί τους με πιάνει μια βαθιά λύπη και μεγάλες τύψεις που καρφώνουν τη σκέψη μου, μιας που δεν μπορώ να κάνω τίποτα ουσιαστικό για να βοηθήσω. Τα κατάλοιπα της θρησκείας μέσα μου με κάνουν να αισθάνομαι όμως και ενοχές που εγώ έχω κάτι που δεν εκείνη δεν έχει και δεν θα αποκτήσει ποτέ, σαν εγώ να της το έχω στερήσει, παρόλο που ξέρω πως δεν είναι έτσι.
Η Αθανασία αν μεγάλωνε, αν μεγαλώσει, μπορεί να γινόταν το θηλυκό αντίστοιχο του Δημήτρη: ένα αξιοθρήνητο τσουλί που το μόνο που θα το ενδιέφερε θα ήταν πώς θα κάνει τα αγόρια να τρέχουν από πίσω της και πώς θα βγάλει από τη μέση τις φίλες της. Μπορεί και όχι. Για μια τέτοια ενήλικη ζωή δεν θέλω καν να σκέφτομαι. Εξάλλου θεωρώ πως καθημερινά εμφανίζονται αμέτρητοι παράγοντες που μας κάνουν αυτό που είμαστε, που δομούν την προσωπικότητα, το χαρακτήρα, την ψυχή, ακόμη και το σώμα μας. Αν έχεις σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο, σκέψου απλά πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή σου τώρα αν είχες αλλάξει μία επιλογή στο μηχανογραφικό σου, αν λίγο μελάνι πάνω σε ένα χαρτί ήταν τοποθετημένο ανεπαίσθητα αλλιώς.
Το θέμα όμως εδώ δεν είναι οι πιθανότητες αλλά οι ευκαιρίες, όχι απλά αν τις έχεις ή δεν τις έχεις, αν τις θεωρείς δεδομένες ή τις επιθυμείς, αλλά αν μπορείς να τις καταλάβεις, αν μπορείς να τις δεις, αν μπορείς να γίνεις κάτι και αν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να γίνεται κάτι. Κάθε φορά ίδια ή παρεμφερής συζήτηση μάς φέρνει στο «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και θεωρούνται ιδιαίτερα τυχεροί/έξυπνοι όσοι καταλαβαίνουν πως δεν αναφέρεται στη βλακεία που σε κάνει ευτυχισμένο, αλλά στην ανικανότητα να διακρίνεις τις επιλογές σου. Βλέπεις, ο χριστιανικός φιλελευθερισμός (με την κακή έννοια αυτή τη φορά) αρνείται τη δυνατότητα να γνωρίζεις τις επιλογές, αλλά να είσαι ικανοποιημένος χωρίς αυτές. Μακάριος.
Όταν βλέπω την Αθανασία, σχεδόν ξεχνώ τελείως το μαλακισμένο το Δημήτρη. Μετά τον ξαναθυμάμαι, λογικά επειδή βλέπω ή ακούω τον ίδιο ή κάτι απ’ αυτά που φωνάζει ή κάνει. Έχω αναρωτηθεί πολλές το κινηματογραφικό δίλημμα «ποιου τη ζωή θα θυσίαζες για να τη σώσεις» και, παρόλο που στο συγκεκριμένο σημείωμα η απάντηση φαντάζει προφανής και να με συμπαθάς για το μακάβριο, εντούτοις δεν είναι του Δημήτρη η ζωή αλλά η δική μου.