Εμείς τους αφήσαμε

Εκείνη κάθισε μπροστά του και έκρυψε το πρόσωπό της στην ποδιά του. Και εκείνος ένιωσε ξανά τα υγρά δάκρυα στα μάγουλά της. Και τότε η Έλα Μέι ρούφηξε τη μύτη της και τον ρώτησε: «Γιατί πρέπει ο ένας να βγάζει το μάτι του αλλουνού; Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε αφήνοντας τους άλλους να κάνουν τη δική τους ζωή; Γιατί δεν μπορούμε να κοιτάμε τη δουλειά μας και να αφήνουμε και τους άλλους να κοιτούν τη δική τους; Ο ένας βγάζει το μάτι του αλλουνού. Ο ένας βγάζει το μάτι του αλλουνού! Έχω αηδιάσει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο με αυτό το ο ένας βγάζει το μάτι του αλλουνού!»
«Όχι πιο πολύ απ’ ό,τι εγώ, κυρία. Αλλά μην μου χιμάς. Δεν το ξεκίνησα εγώ. Ούτε μπορώ να το τελειώσω. Τουλάχιστον όχι μόνος μου». Κράτησε το πίσω μέρος του κεφαλιού της στα χέρια του.
«Ω, αυτό το ξέρω. Δεν το εννοούσα στ’ αλήθεια». Άφησε τη ζεστή ανάσα της πάνω στη φόρμα του και κάθισε αντικρίζοντάς τον.
«Τι πα’ να πει αυτό»
«Πα’ να πει ότι εσύ τους έκανες όλους να είναι τόσο ανέντιμοι και και ψεύτικοι στους τρόπους τους. Και δεν πιστεύω ότι το προκάλεσες μόνος σου. Ούτε εγώ το προκάλεσα μόνη μου. Όμως πιστεύω ότι φταίμε και οι δυο μας».
«Εμείς; Εγώ; Εσύ;»
«Ναι». Κούνησε το κεφάλι της καθώς εκείνος έπαιζε με τα μαλλιά της. «Εγώ σίγουρα».
«Χμμμμ…»
«Εμείς φταίμε γιατί τους αφήσαμε να μας κλέψουν», του είπε.
«Τους αφήσαμε; Εμείς τους βάλαμε να κλέψουν;»
«Ναι. Εμείς τους βάλαμε να κλέψουν. Ένα σεντς τη φορά. Μια πεντάρα τη φορά. Έπειτα μια δεκάρα. Έπειτα είκοσι πέντε σεντς. Έπειτα ένα δολάριο. Ήμασταν χαλαροί. Ήμασταν καλοπροαίρετοι. Δεν θέλαμε λεφτά μόνο και μόνο για να έχουμε λεφτά. Δεν θέλαμε τα χρήματα των άλλων αν αυτό σήμαινε πως εκείνοι θα έπρεπε να τα βγάλουν πέρα δίχως αυτά. Χαμογελούσαμε μπροστά στους πάγκους τους στην αγορά, χάνοντας μια πεντάρα τη φορά. Τους χαμογελούσαμε πίσω από τα κλουβιά τους, χάνοντας μια δεκάρα τη φορά. Τους δώσαμε ένα εικοσιπενταράκι όταν ήρθαν στην εξώπορτά μας. Τους δώσαμε χρήματα στον δρόμο. Βάλαμε την υπογραφή μας στα παλιόχαρτά τους. Δεν θέλαμε λεφτά, έτσι δεν γίναμε κλέφτες και τους κακομάθαμε, τους παραχαϊδέψαμε και τους κάναμε τα κέφια. Τους αφήσαμε να μας κλέψουν. Το ξέραμε ότι μας εξαπατούσαν. Το καταλαβαίναμε όταν μας κορόιδευαν για να μας πάρουν και το τελευταίο μας σεντς. Το ξέραμε. Το ξέραμε όταν ανέβασαν τις τιμές τους. Το ξέραμε όταν έριχναν την τιμή της δουλειάς μας. Το ξέραμε ότι μας έκλεβαν. Εμείς τους μάθαμε να κλέβουν. Εμείς τους αφήσαμε. Εμείς τους κάναμε να νομίζουν ότι μπορούσαν να μας κοροϊδέψουν επειδή είμαστε απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι. Τους έγινε συνήθειο».
«Στ’ αλήθεια τους έγινε συνήθειο», είπε ο Τάικ.
«Σαν την πρέζα. Σαν το ουίσκι. Σαν το τσιγάρο. Σαν το ταμπάκο. Σαν τη μορφίνη, το όπιο ή το καυσαέριο. Απέκτησαν το συνήθειο να μας περνάνε για γαμημένους βλάκες», είπε.

του Γούντι Γκάθρι, από το Σπίτι από Γη· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος.

Σκεφτόμουν εκείνο το άλλο φιλί

Τη συνόδευσα ως την πόρτα του διαμερίσματός της αλλά δεν μ’ άφησε να μπω για έναν καφέ. Δεν με πείραξε. Με φίλησε στο μάγουλο και κάτι είπε για το Σαββατοκύριακο.
Είπα κι εγώ κάτι σαν απάντηση.
Ήμουν αφηρημένος.
Σκεφτόμουν εκείνο το άλλο φιλί.
Προσπαθούσα να βγάλω αυτή τη μαλακία απ’ το μυαλό μου.
Στον δρόμο απ’ τον σταθμό για το σπίτι πέτυχα τον Σάμι, τον μαρξιστή κουρέα, που έβγαζε βόλτα το μπουλντόγκ του. Μου είπε ότι φαινόμουν στενοχωρημένος. Του είπα πως ήμουν. Μου είπε ότι δεν του έκανε εντύπωση γιατί η κατάρρευση του καπιταλισμού ήταν προ των πυλών. Και πως αυτός δεν ήταν λόγος να ανησυχείς αλλά να γιορτάζεις, και πως έπρεπε ν’ αρχίσω να ακούω Ράδιο Αλβανία στα βραχέα.
Γύρισα σπίτι, έφτιαξα μια βότκα γκίμλετ κι έπιασα Ράδιο Αλβανία. Ο Σάμι είχε δίκιο ―όντως μου έφτιαξε τη διάθεση. Τα έχωνε στους Αμερικάνους, τα έχωνε στους Ρώσους και εξυμνούσε τον Μάο και τα επιτεύγματα του συντρόφου Εμβέρ Χότζα στο σκάκι, στον αθλητισμό, στην έρευνα στο πεδίο της φυσικής, στις γεωργικές καινοτομίες…
Τετάρτη πρωί. Έλεγξα κάτω απ’ το αυτοκίνητο για βόμβες, οδήγησα μέχρι το τμήμα και κάθισα από τις 9 ως τις 10 να βλέπω την άσχημη μούρη του ΜακΚράμπαν.
«Κράμπι, θες να ‘ρθεις μια βόλτα στο Μπέλφαστ;»

του Adrian McKinty από το Κρύο Χώμα· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.

πάντα το σ’ αγαπώ μεγάλο

μα η καρδιά μου τόσο μικρή μπροστά σε σένα

που μ’ έμαθες να αγαπώ

για πάντα

Το Νεοφιλελεύθερο Υποκείμενο μεταξύ ανταγωνισμού και κατάθλιψης

του Χρήστου Μπαξεβάνη, από το nostimonimar

Ο Νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί μια ολοένα και περισσότερο δημοφιλής λέξη με τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό που ο Louis Althusser ονόμαζε «περιγραφική θεωρία», δηλαδή να περιοριστεί σε λίγες αόριστες και ασαφείς έννοιες. Για πάρα πολλούς, ο Νεοφιλελευθερισμός ανάγεται στον τομέα της οικονομικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση), σε ένα καθορισμένο δόγμα (Αμερικανική Σχολή του Σικάγου), και φυσικά στους ηγέτες οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο δόγμα του προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Reagan, Thatcher). Μολονότι δεν είναι καταρχήν λάθος, είναι, ωστόσο, αρκετά ανεπαρκές προκειμένου να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Οι Pierre Dardot και Christian Laval υποστηρίζουν ότι ο Νεοφιλελευθερισμός είναι κάτι περισσότερο από μια οικονομική θεωρία ή/και πολιτική ιδεολογία. Είναι μια ορθολογικότητα, μια μορφή κυβέρνησης του σύγχρονου κόσμου στη βάση της νόρμας του ανταγωνισμού και των αρχών της αποτελεσματικότητας/αποδοτικότητας. Αξιοποιώντας τις παραδόσεις του Michel Foucault για τις πρακτικές του κυβερνάν και τη κυβερνητικότητα (gouvernementalité), υποστηρίζουν ότι ο Νεοφιλελευθερισμός, ως (νέος) «Λόγος» του κόσμου, δομεί και οργανώνει όχι μόνο τις αποφάσεις και δράσεις των κυβερνώντων, αλλά και των κυβερνωμένων, δομεί και επιδιώκει να καταστήσει το υποκείμενο αποδοτικό/αποτελεσματικό σε κάθε τομέα και με κάθε τίμημα. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Νεοφιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε ένα είδος κοινής λογικής. Έχει γίνει ηγεμονικός με τους όρους του  Antonio Gramsci, επιφέροντας καθοριστικές επιστημολογικές και οντολογικές επιπτώσεις.

Στο ίδιο πνεύμα, η Wendy Brown υποστηρίζει πως ο Νεοφιλελευθερισμός έχει πραγματοποιήσει έναν από τους μεγαλύτερους μετασχηματισμούς (μεγαλύτερο και από την Βιομηχανική Επανάσταση τον 19ο αιώνα) στην πολιτική, την κοινωνία, τα οικονομικά, τις διεθνείς σχέσεις και την υποκειμενικότητα των ανθρώπων. Προκειμένου να προσδιορίσει αυτή την πραγματικότητα χρησιμοποιεί τον όρο «αποδημοκρατικοποίηση», ενώ ο Alain Badiou, περισσότερο αιχμηρός, ονομάζει τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες «επινοημένους φασισμούς».

Ο Νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει τα πάντα σε οικονομικά μεγέθη (ανθρώπινο κεφάλαιο), τα ρυθμίζει βάσει της καθολικής νόρμας του ανταγωνισμού, και τα αποτιμά με βάση τις τεχνικές αξιολόγησης και τα κριτήρια της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας. Έτσι, σχεδόν ανεπίγνωστα και ανεπαίσθητα, κατασκευάζεται το Νεοφιλελεύθερο Υποκείμενο: ο homo entrepreneur. O άνθρωπος, για την ακρίβεια το άτομο είναι πλέον «επιχειρηματίας» του εαυτού του, ένας μεμονωμένος «επενδυτής» στο προσωπικό του μέλλον, που επιδιώκει την συσσώρευση και την επιτυχία. Κάθε μεμονωμένο και ατομικό κομμάτι του ανθρώπινου κεφαλαίου έχει ως σκοπό την αύξηση της (μετοχικής) αξίας του και την ισχυροποίηση/ενδυνάμωση της ανταγωνιστικής του θέσης. Στο σημείο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια του Νεοφιλελευθερισμού με τον Κοινωνικό Δαρβινισμό του Herbert Spencer είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η Margaret Thatcher, γνήσιος εκφραστής του κοινωνικού δαρβινισμού και αυτοματισμού, θα το ξεκαθαρίσει άπαξ διαπαντός, δηλώνοντας πως δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα· άτομα που πρέπει συνεχώς να ανταγωνίζονται, επιστρατεύοντας τους πόρους τους και μεγιστοποιώντας τα πλεονεκτήματά τους.

Ακολούθως, το άτομο είναι εκτεθειμένο στους νόμους της αγοράς, χωρίς καμία μεσολάβηση ή προστασία. Είναι «ελεύθερο» (να ανταγωνιστεί), και για αυτό είναι υπεύθυνο, άρα και ένοχο για την όποια ενδεχόμενη αποτυχία του. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτός ο ανταγωνισμός δεν στοχεύει σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δεν έχει κάποιον ορισμένο στόχο, ούτε κάποια γραμμή τερματισμού και ολοκλήρωσης. Αντίθετα, περικλείει μια ατέρμονη απαίτηση για επίδοση. Αυτή η γενικευμένη απαίτηση για επίδοση, η (ψευδ)αίσθηση δηλαδή ότι μπορεί κανείς διαρκώς να μεγιστοποιεί περισσότερο, σε συνδυασμό με το ιδεώδες της δουλειάς ως προσωπικής ολοκλήρωσης και επινόησης του εαυτού, οδήγησαν τον Franco Berardi να υποστηρίξει την σχέση γενικευμένου ανταγωνισμού και κατάθλιψης. Όπως σημειώνει ο ίδιος, η κατάθλιψη εμφανίζεται όχι ως  συνέπεια μιας κακής οικονομικής συγκυρίας, αλλά ως αδυναμία ακριβώς του ατόμου να υποστηρίζει επ’ αόριστον την υπερκινητικότητα, που απαιτεί ο ανταγωνισμός της αγοράς. Στα παραπάνω χρειάζεται να προσθέσουμε και την κυρίαρχη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι ψυχικές διαταραχές/ασθένειες είναι (σχεδόν) αποκλειστικά ατομικό  χημειοβιολογικό πρόβλημα, παραγνωρίζοντας, ωστόσο, κρίσιμες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές παραμέτρους.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, θα μπορούσαμε να (ξανα)σκεφτούμε τις «κρίσεις», όχι μόνο ως οικονομικές κρίσεις, αλλά και ως κοινωνικές διαψεύσεις και προσωπικές καταρρεύσεις. Ακολούθως, μία πολιτική εναντίωση στον Νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί παρά να λάβει χώρα στο επίπεδο όπου αυτός λειτουργεί, δηλαδή, στο πεδίο της παραγωγής της υποκειμενικότητας. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο να αντιταχθούμε στην Νεοφιλελεύθερη Ορθολογικότητα παράγοντας μια διαφορετική υποκειμενικότητα. Έτσι, πριν αποφασίσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε να γίνουμε αγωνιστικοί.