Συμμαζέψου

Το κορίτσι από την ΟυαλίαΟ Τζιμ αρνιόταν να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, αφήνοντας τις γυναίκες να ψηλαφούν τη μικρή ετικέτα που ήταν καρφιτσωμένη στο πέτο του. Όλα τα παιδιά είχαν από μία, με τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους στη μία πλευρά και «Περαιτέρω Πληροφορίες» στην άλλη: θρήσκευμα, ημερομηνία γέννησης, παθήσεις. Όταν η κυρία Λόυντ και η Χάτι σταμάτησαν μπροστά του, η κοπελίτσα έδειξε να παραξενεύεται με τη μάσκα του.

«Βγάλ’ την», τον διέταξε, αλλά ο Τζιμ έγνεψε όχι, με το ρύγχος της μάσκας να πηγαίνει πέρα-δώθε και τους κόκκους του άνθρακα να θροΐζουν στο εσωτερικό της.

«Γιατί όχι;»

Έγειρε προς το μέρος της, ανασήκωσε τη λαστιχένια τσιμούχα. «Γιατί η μαμά σου κλάνει δηλητηριώδη αέρια».


Τα άλλα προσφυγόπουλα ξέσπασαν σε γέλια και η Έστερ κάλυψε το στόμα της. Αλλά τότε ήρθε ο χωροφύλακας, τράβηξε τη μάσκα από το κεφάλι του Τζιμ μαζί με τα μαλλιά του, και του έριξε μια σφαλιάρα στο σβέρκο.

«Συμμαζέψου, αλλιώς θα μείνεις τελευταίος, αγόρι μου. Και τότε το μοναδικό κρεβάτι για σένα θα είναι αυτό που έχω στο κελλί στο τμήμα».

Μάνα και κόρη Λόυντ έφυγαν βιαστικές και η Έστερ πήγε και στάθηκε μπροστά στον Τζιμ, τόσο κοντά που τον μύριζε ―τη ζαχαρένια μυρωδιά του αγορίστικου ιδρώτα που θυμόταν από το σχολείο, ανάκατη με τη χημική οσμή της λαστιχένιας μάσκας.

Κοίταξε την ετικέτα, είδε πλάι στο «Μητέρα» τη λέξη «Άνευ», γραμμένη με χοντρά, μαύρα γράμματα και τον έπιασε από το χέρι.

Όμως δεν ήρθαν ποτέ κοντά, παρά τις προσπάθειές της. Η μάνα του δεν είχε πεθάνει στ’ αλήθεια· ήταν απλώς ο ευσεβής πόθος του μικρού. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του, ήξερε μόνο ότι όταν τον γνώρισε η μάνα του ήταν ναύτης σε άδεια ―«Και με άδειασε κι εμένα μια χαρά», όπως το έθετε η ίδια. Τώρα τελευταία έβγαινε μ’ έναν καινούργιο, τον «θείο» Τεντ, προϊστάμενό της στο εργοστάσιο, έναν τύπο που δεν είχε στρατευθεί και αποκαλούσε τον Τζιμ «αγορίνα» και τον πατέρα του «το ναυτάκι», παρά τις διαμαρτυρίες του Τζιμ πως τώρα θα ήταν σίγουρα υποναύαρχος, μπορεί και ναύαρχος. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι» ―έκλεινε πονηρά το μάτι ο Τεντ― «σαν ν’ άκουσα πως είναι μούτσος». Ο Τζιμ προσευχόταν να σκοτώσουν οι Γερμαναράδες τον Τεντ, αλλά όταν βγήκαν από το καταφύγιο ένα πρωί, το σπίτι του Τεντ στεκόταν όρθιο και το δικό τους είχε γίνει μια τρύπα στο χώμα. «Έτσι αυτή πήγε να μείνει μαζί του», είπε το παιδί στην Έστερ, «αλλά εγώ δεν χωρούσα». Λες και ήταν κανένας γίγαντας, σκέφτηκε η Έστερ, κι όχι μια σταλιά παιδί. Η Έστερ αμέσως τον συμπάθησε, αλλά σ’ εκείνον ποτέ δεν άρεσαν τα κανακέματά της· σπάνια υπέκυπτε σ’ αυτά και πάντα με το ζόρι. Έτσι ήταν τα πράγματα από την αρχή. Μόλις έριξε μια ματιά στο βρόμικο αγόρι στην κουζίνα της, αποφάνθηκε πως έπρεπε αμέσως να κάνει μπάνιο. Είχε στρώσει το κρεβάτι στην αποθηκούλα το πρωί και δεν σκόπευε να τον κοιμίσει στα πεντακάθαρα σεντόνια της πριν τον τρίψει για να φύγει η λέρα από πάνω του.

Ο μικρός αρνήθηκε, απότομα στην αρχή, «Δεν σφάξανε», κι έπειτα, όσο την έβλεπε να πηγαινοέρχεται γεμίζοντας την κατσαρόλα από την αντλία της αυλής, με ολοένα και πιο απεγνωσμένη ευγένεια: «Να μη σας βάζω σε κόπο». Τέλος, νομίζοντας ίσως πως δεν καταλάβαινε τα αγγλικά του, προσπάθησε να φανεί αυστηρός, σαν να μιλούσε σε σκύλο: «Κυρά; Όχι, κυρά. Όχι!». Αλλά εκείνη δεν του έδινε σημασία· κουβάλησε το τσαγερό γεμάτο νερό και το έβαλε πάνω στην εστία. Σταγόνες τσιτσίρισαν πέφτοντας στην καυτή επιφάνεια. «Δεν μπορείς να με αναγκάσεις», της φώναξε οπισθοχωρώντας στο διάδρομο, καθώς η Έστερ ανασκουμπωνόταν. Της αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια, αλλά εκείνη είχε παλέψει με τόσα πρόβατα στη ζωή της βοηθώντας στην κουρά, που δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει ο μικρός. Ατμός έβγαινε από το τσαγερό όταν τον ξανάφερε σέρνοντας στην κουζίνα, μόνο με το φανελάκι και το βρακί του. Έχυσε αχνιστό, ασημένιο νερό στη σκάφ, πρόσθεσε κρύο από μια στάμνα και τον πρόσταξε να μπει μέσα, γυρνώντας διακριτικά την πλάτη, πρόλαβε ωστόσο να δει τον κάτασπρο πισινό του πριν καθίσει πιτσιλώντας παντού νερά.

Πήγε να τον πλησιάσει με τη βούρτσα στο χέρι κι εκείνος κοκκίνησε, έφερε τα χέρια ανάμεσα στα πόδια κι έσκουξε: «Δεν είσαι η μάνα μου». Η Έστερ κοκκάλωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει.

Μάζεψε τα ρούχα του από κει που τα είχε πετάξει, έσκυψε μπροστά στο τζάκι και τα έβαλε ένα-ένα στη φωτιά, ενώ εκείνος τσίριζε μέσα από τη σκάφη, μια κάνοντας να σηκωθεί και μια ξαναβουλιάζοντας. «Ψειρ-ια-σμέ-να» του φώναξε, γυρίζοντας να τον αντικρύσει. «Τις ακούω που σκάνε μία-μία. Uckavie!» Ανατρίχιασε. Πώς τόλμησε ο άθλιος να μπάσει ψείρες στο σπίτι της μάνας της!

του Peter Ho Davies από Το κορίτσι από την Ουαλία· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *