Η στατιστική
Είναι λοιπόν δύο όρθιοι άνθρωποι που στέκονται ο ένας απέναντι από τον άλλον, κοιτάζονται στα μάτια και κρατούν τεντωμένη μια κλωστή σε δεδομένο ύψος. Ο ένας από τους δύο που κρατούν την κλωστή είναι κρυωμένος και φταρνίζεται χωρίς προειδοποίηση με ακανόνιστη περιοδικότητα και ο άλλος έφαγε πριν από τέσσερις ώρες ένα γεμάτο πιάτο φάβα. Ένας τρίτος φέρνει μια μπάλα του μπάσκετ και προσπαθεί να την ισορροπήσει με τα χέρια στο κέντρο της κλωστής. Αυτός ο τρίτος λέγεται μοτοσυκλετιστής και η μπάλα, αν καταφέρει να μείνει στην κλωστή, είναι η ζωή του, ενώ αν πέσει δεν είναι.
Η παραπάνω παραβολή βοηθάει να φέρνουμε κάθε φορά στο νου μας πως η ζωή των μοτοσυκλετιστών είναι τόσο αναπάντεχη, που ο καθένας απ’ αυτούς βρίσκεται με το ένα πόδι στον τάφο και με το άλλο στο κρεματόριο. Παρόλα αυτά και δεδομένου πως το είδος έχει καταφέρει να επιβιώσει (τρόπος του λέγειν) εδώ και κάμποσες εκατοντάδες χρόνια, η ύπαρξη του μοτοσυκλετιστή ορίζεται από απαράβατους μαθηματικούς νόμους που κρατούν την μπάλα του μπάσκετ πάνω στην κλωστή. Τις περισσότερες φορές. Ένας απ’ αυτούς, που θα εξετάσουμε εδώ (και τώρα), έχει να κάνει με την αγορά νέας μοτοσυκλέτας και αναφέρει πως «η ηλικία του μοτοσυκλετιστή είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ρυθμό που αγοράζει μοτοσυκλέτες».
Ο μοτοσυκλετιστής αρχίζει την καριέρα του αλλάζοντας κατά μέσο όρο επτά μοτοσυκλέτες ανά δύο χρόνια, όχι μόνο επειδή τις βαριέται μετά από λίγες μέρες, αλλά επειδή του τις κλέβουν, επειδή διαλύονται (μυστηριωδώς πάντα, αφού είναι όλες γιαπωνέζικες) και επειδή χρειάζεται απεγνωσμένα και τα τελευταία ευρώ για να πληρώσει τα νοσοκομεία (εξάλλου μόνο τόσο αξίζουν κατά μέσο όρο, με το ζόρι τριψήφιο αριθμό ευρώ). Στο κάτω όριο του μέσου της ηλικίας του, ο μοτοσυκλετιστής θα αγοράσει την πρώτη του καινούργια μηχανή, την οποία θα οδηγεί νόμιμα, θα έχει στο όνομά του και θα έχει δουλέψει ο ίδιος για να την πληρώσει. Οι προηγούμενες μπορεί (αν και σπάνια) να πληρούσαν κάποιο από αυτά τα κριτήρια, αλλά σίγουρα ποτέ όλα: ως επί το πλείστον έως τότε η μοτοσυκλέτα είναι έβδομο χέρι, είναι «γραμμένη» στον μπαμπά/θείο/γείτονα-που-μένει-από-κάτω, οδηγείται χωρίς δίπλωμα αφού ο μοτοσυκλετιστής είναι μόλις 12 χρονών και έχει πληρωθεί με τα χρήματα από τα κάλαντα και τα συγχαρητήρια των συγγενών για τους καλούς (ή την ελεημοσύνη των ίδιων για τους απαίσιους) βαθμούς στο σχολείο/πανεπιστήμιο/μεταπτυχιακό/διδακτορικό.
Ο προγραμματισμός
Ο μοτοσυκλετιστής ξέρει από τα 15 του ποια μοτοσυκλέτα θα αγοράσει μετά από δέκα χρόνια που θα τα καταφέρει και, αν το μοντέλο είναι γιαπωνέζικο, θα βρίσκεται ίδιο και απαράλλαχτο στον κατάλογο του αντιπροσώπου ακόμα και τότε. (Το πολύ πολύ να έχει εκατό άλογα επιπλέον, μιας που «η τεχνολογία έχει προχωρήσει», αλλά πλαίσιο, αναρτήσεις και φρένα θα είναι ίδια, ενώ ο κινητήρας του θα βασίζεται ακόμα σε εκείνο το άγνωστο πια μοντέλο που άρχισε (και σταμάτησε) να κυκλοφορεί πριν γεννηθεί ο μοτοσυκλετιστής.) Στην αντίθετη περίπτωση, ο ίδιος ενημερώνεται κάθε χρόνο για τις αλλαγές και τις νέες προσθήκες στη γκάμα της εταιρείας. Προγραμματίζει την αγορά να συμπέσει στην κατάλληλη χρονική εποχή: καλοκαίρι για να έχει άδεια, όχι αργά γιατί οι εταιρείες κλείνουν, όχι νωρίς γιατί οι αντιπροσωπείες δεν θα έχουν φέρει τη νέα έκδοση και έτσι η αγορά προγραμματίζεται να λάβει χώρα σε μία συγκεκριμένη εβδομάδα ενός συγκεκριμένου μήνα, άσχετα αν τελικά συντελείται μερικούς μήνες πριν (επειδή δεν μπορεί να περιμένει) ή κάμποσο καιρό μετά. Έξι μήνες πριν αγοράζει περιοδικά μοτοσυκλέτας και το μόνο που διαβάζει είναι η τιμή και τα χαρακτηριστικά του «δικού του» πια μοντέλου στους καταλόγους των τελευταίων σελίδων.
Ένα μήνα πριν την αγορά γυρνάει όλα τα υποκαταστήματα τις αντιπροσωπείας με το σαράβαλό του, κόβει ταχύτητα απέξω και κοιτάει αν το μοντέλο που θέλει είναι στη βιτρίνα. Φτιάχνει έναν κατάλογο με τα καταστήματα αυτά και στις επόμενες μέρες ξαναπερνάει από μπροστά τους (με χαμηλή ταχύτητα πάντα) και τσεκάρει τι παίζει μέσα: ποιος είναι ο πωλητής, αν έχει μέσα τους φίλους του, πώς μιλάει στο τηλέφωνο, αν καπνίζει, αν έχει κοιλίτσα, αν υπάρχουν μπύρες στο τραπέζι, αν αυτοί που τις πίνουν έχουν τρίχες στη μύτη, ποιος μπαινοβγαίνει στο μαγαζί, αν φεύγουν γενικά μηχανάκια από το μαγαζί και άλλα που τον βοηθούν να σχηματίσει μια εικόνα. Πρόκειται για μια κλασική μέθοδο στην οποία βασίζονται όλες οι σύγχρονες μέθοδοι επιστημονικής και στρατιωτικής κατασκοπείας. Σταματάει έπειτα στο επόμενο τετράγωνο και σημειώνει στο μπλοκάκι του τις παραμέτρους, τις οποίες διασταυρώνει το βράδυ στο σπίτι για να καταλήξει εν τέλει σε ένα και μοναδικό κατάστημα.
Έπειτα για τις επόμενες ημέρες περνά μοναχά από το συγκεκριμένο μαγαζί, σταματάει απέξω, μερικές φορές ξεκαβαλάει κιόλας και κοιτάζει τη μοτοσυκλέτα από τη βιτρίνα. Μετά την τρίτη φορά που θα συμβεί αυτό, ο πωλητής τον εντοπίζει και τον μαθαίνει, ενώ ο ήρωάς μας κάποια στιγμή δειλά δειλά μπαίνει και μέσα στο κατάστημα. Ο πωλητής τις πρώτες φορές δεν τον πλησιάζει, δεν του μιλάει και δεν κοιτάει καν προς την κατεύθυνσή του για να μην τον τρομάξει, αλλά τον αφήνει να εξοικειωθεί με το χώρο και με τη θέση της μοτοσυκλέτας στο μαγαζί· όταν πια αρχίζει και αγγίζει τη μοτοσυκλέτα, τότε θα γνωριστεί μαζί του με τη φράση «Ωραίο, ε;». Με τα λόγια αυτά, που μεταδίδονται μόνο από στόμα πωλητή σε αυτί πωλητή, το μυστικό τους είναι σφραγισμένο με αίμα και πρώτη φορά αποκαλύπτονται από ένα διαδικτυακό μέσο, ο πωλητής εγγράφεται στην καρδιά του μοτοσυκλετιστή ως ένας άνθρωπος που μοιράζεται την κρίση του και την αγάπη του για το ωραίο δίτροχο. Μπαίνει με αυτόν τον τρόπο η βάση, πάνω στην οποία θα δομηθεί η μετέπειτα οικονομική τους σχέση. Η βάση οφείλει να είναι το κατά δύναμη μαλακή, για αντέξει το βάρος και την πίεση των εξ ορισμού επαχθών οικονομικών πλευρών της σχέσης αυτής.
Δεν υπάρχει λόγος συζήτησης επί των τεχνικών χαρακτηριστικών, των επιδόσεων ή καμίας άλλης πλευράς της μοτοσυκλέτας, καθώς ο αγοραστής τα γνωρίζει, ενίοτε και καλύτερα από τον πωλητή.
Η αγορά
Κάμποσο καιρό μετά, όχι λίγο, ώστε να μην νομίσει ο πωλητής ότι είσαι πεινασμένος (φρούδες ελπίδες), και όχι πολύ, ώστε να μην αγοράσει κάποιος άλλος τη μοτοσυκλέτα, αρχίζεις να προσεγγίζεις τον πωλητή. Από τη στιγμή που καθίσεις απέναντί του στο τραπέζι και ακουμπήσεις στην άλλη καρέκλα το κράνος σου (ώστε να μην έρθει και καθίσει κάποιος άλλος όσο μιλάς με τον πωλητή), τα πράγματα έχουν σοβαρέψει. Αν στο μεταξύ ο πωλητής θέλει να επισπεύσει τη διαδικασία, συνεννοείται με ένα φίλο του που έρχεται όσο εσύ είσαι μέσα και συζητάς και κοιτάει την ίδια μηχανή. Όταν το αντιληφθείς αυτό, γουρλώνεις τα μάτια, ιδρώνεις και δυσκολεύεσαι να ελέγξεις τις αντιδράσεις σου. Αν έρθει και δεύτερος υποψήφιος πελάτης (πραγματικός ή κάλπικος), τότε είσαι έτοιμος να συμφωνήσεις στα πάντα, ενώ, αν ο πωλητής δεν είναι ευαισθητοποιημένος και εμφανιστεί και τρίτος μνηστήρας για τη δίτροχη καλή σου, ξυπνάς μετά από λίγες μέρες σε ένα λευκό θάλαμο με σωληνάκια στη μύτη, στο στόμα και στα χέρια σου.
Είναι μάλλον απίθανο να έχεις σε μετρητά όλα τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά της μοτοσυκλέτας. Οι μοτοσυκλετιστές είναι οι πιο μπατίρισσα και ενίοτε κακομοίρικη φάρα και οι πωλητές το γνωρίζουν αυτό. Όταν πια θα έχει σκουπίσει καλά το πάτωμα, κυλιόμενος χάμω από τα γέλια του, δει την έκφρασή σου που έχει μείνει ίδια με πριν και κατανοήσει πως μιλούσες σοβαρά όταν του είπες πως θέλεις να πληρώσεις μετρητά, θα σεβαστεί τη μοναδικότητά σου, θα σε αντιμετωπίσει όπως ο Αστερίξ το λουλούδι Εντελβάις και θα σου κάνει μια καλή έκπτωση, την οποία αν είσαι έξυπνος αρκετά θα μετατρέψεις σε πραγματικά σημαντική. Αυτό θα γίνει αν αρνηθείς όλα τα άχρηστα δώρα που θα σου κάνει, γιατί έχεις πια μια αποθήκη γεμάτη με αλυσίδες, κλειδαριές, δισκόκλειδα, κουκούλες, μπαγκαζιέρες, ζελατίνες για ένα σωρό άσχετα μοντέλα, διπλά σταντ που δεν μπήκαν ποτέ και λοιπές αηδίες που οι πωλητές μοιράζουν με την πρώτη ευκαιρία γιατί έχουν πιάσει αράχνες στα σκονισμένα ράφια του μαγαζιού. Έχοντας λοιπόν μετά από τρεις επισκέψεις συμφωνήσει στην τιμή, θα φτάσει η ώρα που θα σου συμπληρώσει το γνωστό χαρτί της προσφοράς. Αυτό λέει πάνω ποια μηχανή θα πάρεις, με τι αξεσουάρ, πόσο θα την πληρώσεις και με ποιο τρόπο. Φύλαξέ το σε αεροστεγές χρηματοκιβώτιο με τρεις συνδυασμούς, ώστε να είναι διαθέσιμο για την υψηλής πιθανότητας περίπτωση να σου παραδώσει το μοντέλο της προηγούμενης χρονιάς (που ο ψεκασμός δεν ήταν σωστά ρυθμισμένος) με κουκούλα και μπαγκαζιέρα αντί για χούφτες και κάγκελα· στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αντισταθείς στον πειρασμό να τον τυλίξεις με την κουκούλα και να αρχίσεις να τον χτυπάς με τη μπαγκαζιέρα και απλά να του δείξεις το χαρτί που πάντα θα έχεις μαζί σου στις επόμενες επαφές σας. Η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει και, όπως και οι γιαπωνέζοι υιοθέτησαν κάποτε τη λύση του ψεκασμού στις μοτοσυκλέτες τους (επειδή τους τελείωσαν τα καρμπυρατέρ), η βία είναι μόνο για την περίπτωση που ο ωμός διάλογος δεν φέρει αποτέλεσμα.
Η αναμονή
«Θα κάνω τηλεφωνάκι στην αντιπροσωπεία να κλείσω μία και κανονικά σε μια ‘βδομαδούλα θα την έχεις», θα πει κι εσύ θα χαρείς, θα γυρίσεις σπίτι σου και θα κάνεις όνειρα για το επόμενο σαββατοκύριακο. Φιλική συμβουλή: μην κλείσεις την ίδια μέρα εισιτήρια, ξενοδοχεία κ.λπ. γιατί έπειτα θα είναι το πρώτο που θα φας από τα νεύρα σου. Η μοτοσυκλέτα σου δεν υπάρχει στην αποθήκη της εταιρείας και αυτό είναι δέσμευση. Σε περίπτωση που τη βρουν, πρόκειται για λάθος. Την άλλη μέρα θα λάβεις τηλεφώνημα από τον πωλητή για να σου ζητήσει συγγνώμη και να σου πει ότι το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό για τις επόμενες ώρες. Τα μαγαζιά με μοτοσυκλέτες έχουν ειδικές τζαμαρίες που αντέχουν στις γροθιές των μοτοσυκλετιστών και είναι σε κεντρικούς δρόμους ή/και κοντά σε τράπεζες για να απολαμβάνουν τις ευεργετικές υπηρεσίες των καμερών. Οπότε καλύτερα να μην περάσεις από ‘κεί να τα κάνεις λαμπόγυαλο, αλλά να κάνεις ένα κρύο μπάνιο. Η μοτοσυκλέτα σου έχει παραγγελθεί, θα έρθει σε ένα με δύο μήνες και καλά θα κάνεις να το χωνέψεις. Αυτή που είχε στη βιτρίνα προφανώς δεν ήταν για σένα και καλύτερα, καθώς από όλους αυτούς που είχαν έρθει πριν από σένα και τη χάιδευαν τουλάχιστον οι μισοί είχαν τα χέρια τους σε μέρη με τα οποία δεν θέλεις να έχεις επαφή. Σκέψου: θα ήθελες να έχεις πάρει αυτή και να την έχεις βουτηγμένη στο μπενταντίν για μια εβδομάδα; Όχι. Οπότε μόκο και περίμενε.
Κατά τη διάρκεια της αναμονής που η καλή σου ταξιδεύει από τη χώρα κατασκευής της εδώ, το πιθανότερο είναι να εμφανίσεις περίεργα και ασυνήθιστα συμπτώματα: ρίγη, τικ, εφίδρωση, διάρροια (και καπάκι δυσκοιλιότητα), σκωληκοειδήτιδα και να αρχίσεις να ακούς φωνές. Θα απαλύνει κάπως τον πόνο σου αν ζητήσεις επαγγελματική βοήθεια, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα. Όσο κι αν ξαπλώσεις αναπαυτικά και μιλήσεις για την παιδική σου ηλικία για €100 την ώρα, το μόνο που θα φέρει λύση στο πρόβλημά σου θα είναι το τηλεφώνημα από τον πωλητή ότι η μηχανή σου έχει φτάσει.
Αφού περάσουν όλες οι αργίες, οι στάσεις εργασίας και οι απεργίες, που τελείως συμπτωματικά θα έχουν συμπέσει σε αυτό το χρονικό διάστημα, και λάβεις μια κλήση, το πλέον πιθανόν είναι να μην το περιμένεις και να έχεις ξεγράψει πια και τα €50 της προκαταβολής. Αλλά αφού έχεις χαλάσει το χρώμα χαϊδεύοντας και κλαίγοντας πάνω από όλες τις φωτογραφίες της καλής σου που έχεις κόψει από περιοδικά ή έχεις τυπώσει από το ίντερνετ, «η μηχανή σας βρίσκεται στο κατάστημά μας και θέλουμε να υπογράψετε μια εξουσιοδότηση για να… ναι; Ναι; Παρακαλώ;». Σε 5 λεπτά έχεις φθάσει στο κατάστημα που είναι στην άλλη άκρη της πόλης και έχεις ορμήσει πάνω στη μηχανή σου, ενώ καρδούλες και ροζ συννεφάκια πετούν πάνω από το κεφάλι σου. Της μιλάς, τη χαϊδεύεις, τη μυρίζεις, την καθαρίζεις από τους κόκκους της σκόνης, τη φιλάς, την αγκαλιάζεις και αρχίζεις να χαμογελάς από χαρά, μετά να γελάς και να κλαις κι αν μπει κάποιος εκείνην την ώρα στο μαγαζί (για άσχετη δουλειά) τρέχεις να την καλύψεις και φωνάζεις υστερικά «ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ! ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ! ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ! ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ! ΜΟΥΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ!» . Ο πωλητής στέκεται παράμερα, δίπλα στο φαρμακείο με τις ηρεμιστικές ενέσεις και τα χάπια για την καρδιά, που είναι πάντα διαθέσιμα μέσα στο μαγαζί για εμφανείς λόγους. Όταν καταφέρεις να ηρεμήσεις και να συγκρατηθείς, βγάζεις το μεγενθυντικό φακό κι αρχίζεις να ψάχνεις μανιωδώς για χαραγματιές, αμυχές ή οποιεσδήποτε αστοχίες, έτοιμος να φωνάξεις «ΑΧΑ!», κρατιέσαι όμως γιατί αυτό είναι σκιά και, όχι, δεν έχει ξεβάψει το χρώμα. Ή αυτό είναι σκόνη, όχι χτύπημα. Μετά από κάμποση ώρα υπογράφεις τις εξουσιοδοτήσεις για την άδεια, τα τέλη και την πινακίδα και δύο ώρες μετά φεύγεις από το μαγαζί κουνώντας το χέρι στην καλή σου με υποσχέσεις να τα πείτε πάλι αύριο.
Τις επόμενες μέρες ως την έκδοση της χαρτούρας βρίσκεσαι κάθε μέρα στο μαγαζί, έστω να τη δεις για λίγο να της κλείσεις το μάτι και για να πρήξεις για μία ακόμη φορά τα κρουασάν του πωλητή με το «πότε την παραλαμβάνω;». Λίγες μέρες και περισσότερες (απ)εργίες μετά, λαμβάνεις ένα τηλεφώνημα: «Η πινακίδα και τα τέλη θα είναι έτοιμα την επόμενη εργάσιμη, οπότε θα μπορείτε να την παραλάβετε… γύρω στις 12:00 καλύτερα, για να την έχω ετοιμάσει». Φυσικά είναι Παρασκευή.
Η παράδοση
Τη Δευτέρα βέβαια το κατάστημα ανοίγει στις 10:00, οπότε μια καλή ώρα για να περάσετε είναι η 6η πρωινή. Αν είστε εκδρομικός τύπος, μπορείτε να στήσετε τη σκηνή σας έξω από το κατάστημα από την προηγούμενη νύχτα, να ανάψετε φωτιά και να απολαύσετε τη μαγεία του ξημερώματος σε έναν ελληνικό αστικό δρόμο όταν οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους με τα αυτοκίνητά τους, κορνάρουν και βρίζουν ο ένας τον άλλο. Στο μεταξύ δεν κοιτάτε τη μηχανή σας μέσα από τη βιτρίνα, γιατί δεν θέλετε να την ξυπνήσετε. Ο πωλητής θα έρθει στις 10:00, θα σας χαιρετήσει και θα σας προτείνει καφέ (από το μαγαζί που αγοράζει κι αυτός), μόλις ανοίξει το σύμπαν και βγάλει όλες τις μοτοσυκλέτες έξω (άλλο ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού εμπορικού δαιμονίου, μοναδικό στον κόσμο). Έπειτα θα πιει τον καφέ του, θα κάνει τα τηλεφωνήματά του (στη μαμά του, στους φίλους του, στην κοπέλα του που πρέπει να ξυπνήσει κ.α.), θα τακτοποιήσει τη χαρτούρα στο γραφείο του, θα σας διηγηθεί για το πώς πέρασε το σαββατοκύριακο, αγνοώντας πως το βλέμμα σας και σύντομα ολόκληρο το σώμα σας έχει αρχίσει να μοιάζει με αυτό του Σκαθαροζούμη.
Γύρω στις 11:30 θα σηκωθεί βαριεστημένα και θα «ετοιμάσει» τη μοτοσυκλέτα σας. Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζατε, πρόκειται για μια εξαιρετικά λεπτή διαδικασία, την οποία μόνο ο βαθιά καταρτισμένος πωλητής μπορεί να κάνει σωστά και η οποία, αν δεν γίνει όπως πρέπει, μπορεί να προκαλέσει ακόμα και ρήξη στη χωροχρονική ακολουθία του σύμπαντος. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει το βίδωμα των καθρεπτών στις βάσεις τους, την εξαγωγή των πλαστικών προστατευτικών των δύο χειρολεβιέδων και την τοποθέτηση της μπαταρίας. Η διαδικασία αυτή σε μη πωλητές παίρνει το πολύ περί τα δέκα λεπτά κι αυτό αν η μπαταρία πρέπει να μπει σε κανένα περίεργο μέρος (δηλαδή αν η μηχανή είναι γιαπωνέζικη). Ο πωλητής όμως την περατώνει σε περίπου μιάμιση με δύο ώρες, αφού παράλληλα θα κουβεντιάσει με κόσμο που μπαίνει στο μαγαζί, θα σηκώσει τηλέφωνα, θα ξαναπάρει τη μαμά του, θα παραγγείλει κι άλλο καφέ, θα χαιρετήσει τους φίλους του που περνούν για να πάνε στις δουλειές τους (σ.σ. όλοι οι φίλοι των πωλητών μοτοσυκλετιστών πιάνουν δουλειά το μεσημέρι), θα ξυστεί, θα κάνει πλακίτσα, θα πιει τον καφέ που ήρθε και θα αλλάξει πολλές φορές σταθμό στο ραδιόφωνο, για να καταλήξει φυσικά στον ίδιο. Μην ανησυχείτε, ο πωλητής ξέρει: όλα αυτά τα βήματα μπορεί στο απαίδευτο μάτι να φαντάζουν από περιττά έως εξοργιστικά, αλλά θα πρέπει να καταπνίξετε τις εικόνες με ηλεκτρικά πριόνια και κοφτερά μαχαίρια που σας έρχονται στο νου, για το καλό του σύμπαντος. Όσο όμως ο πωλητής τη φτιάχνει, εσείς μπορείτε να τριγυρνάτε εκνευριστικά γύρω του και να του κάνετε ηλίθιες ερωτήσεις του τύπου «ααα, ώστε τα καλώδια μπαίνουν εκεί για να είναι προστατευμένα από την υγρασία, εεε;», «ααα, αυτό το πλαστικό καλυμματάκι των ασφαλειών άλλαξαν στο τελευταίο μοντέλο, εεε;», στις οποίες φυσικά ο πωλητής απαντά μοναχά με «ναι», «όχι» ή νεύμα. Στην τελευταία περίπτωση βαριέται οικτρά και το κάνει μοναχά για το καλό του σύμπαντος, ήτοι από επαγγελματική συνείδηση.
Μόλις η μοτοσυκλέτα είναι έτοιμη, εσείς θα μείνετε με το ένα πόδι στον αέρα, αφού ο πωλητής πρέπει να τη βγάλει έξω και «να την ανάψει να δουλέψουν τα βαντιλατέρ». Για να γίνει όμως αυτό εσείς θα πρέπει να πεταχτείτε μέχρι το πλησιέστερο βενζινάδικο για να αγοράσετε βενζίνη. Ναι, εσείς, περιμένατε δηλαδή ότι ο πωλητής θα άφηνε το μαγαζί του ή ότι θα είχε βενζίνη στο κατάστημα; Ελλείψει φυσικά δοχείου, περπατάτε 5km στο λιοπύρι και φέρνετε βενζίνη σε ένα μπουκάλι από νερό από το βενζινάδικο που είναι στην αρχή του κέντρου της πόλης (άρα έχει εξ ορισμού τη χειρότερη βενζίνη που υπάρχει σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων), χοροπηδώντας και κουνώντας τη βενζίνη σαν φραπέ, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το υλικό του μπουκαλιού τη ζεσταίνει με τις ακτίνες του ήλιου. Το αδειάζετε στο τεπόζιτο, βάζετε μπροστά την καλή σας και περιμένετε η θερμοκρασία του νερού να φτάσει στο …αμήν, για να δει ο πωλητής αν δουλεύει σωστά η ψύξη. Το δύσκολο αυτό έργο του πωλητή βοηθάει η ίδια η εταιρεία που έχει προμηθεύσει τη μηχανή σας στην πιο κρίσιμη φάση της λειτουργίας της με τα χειρότερα λάδια που θα μπορούσαν να υπάρξουν: αυτό το σάπιο υγρό που κόβει βόλτες κατά βούληση μέσα στον κινητήρα της καλής σας, βοηθάει τη θερμοκρασία να φτάσει στο ανώτατο επιτρεπτό σημείο στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.
Όσο η μηχανή σας ζεσταίνεται, εσείς υπογράφετε τα χαρτιά της εγγύησης, της παραλαβής, της υποθήκης του σπιτιού σας, της παραχώρησης μέρους των γεννητικών σας οργάνων και ό,τι άλλο φέρει ο πωλητής μπροστά σας, αφού το μόνο που κοιτάτε είναι η μηχανή σας που στέκεται στο πεζοδρόμιο, με τα κλειδιά στο διακόπτη και σε λειτουργία. Δεν χρειάζεται όμως να ανησυχείτε, αφού ο άγιος Διτρόχιος, προστάτης των μαγαζιών μοτοσυκλετών, έχει ενεργοποιήσει το δυναμικό πεδίο γύρω απ’ αυτό και δεν πλησιάζει ούτε μυρμήγκι· είναι απορίας άξιο πώς μπορείτε ακόμα κι εσείς να αναπνέετε. Στο σημείο αυτό ενημερώνεστε και πως τα αξεσουάρ, των οποίων την απουσία δεν είχατε πάρει χαμπάρι ως τώρα, θα φτάσουν σε κάμποσες μέρες, δηλαδή μετά το καλοκαίρι, και θα σας καλέσουν μόλις φτάσουν, δηλαδή θα πρέπει εσείς να τηλεφωνείτε κάθε μέρα.
Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσετε με τον καλό ή με τον κακό τρόπο πως δεν έχετε ασφάλιση για τη μοτοσυκλέτα σας. Νέες στατιστικές έρευνες έχουν δείξει πως οι μοτοσυκλετιστές δεν χωρίζονται πια στις δύο κατηγορίες όσων έχουν προνοήσει και όσων δεν έχουν προνοήσει για ασφάλιση για την καινούργια τους μηχανή, αλλά σε αυτούς που τους νοιάζει και σε αυτούς που δεν τους νοιάζει. Αν είστε στην πρώτη κατηγορία, ποτέ δεν είναι αργά για να περάσετε στη δεύτερη. Αν δεν θέλετε όμως, θα πρέπει να υπολογίζετε άλλη μία περίπου ώρα στην αναμονή. Η διαδικασία έχει ως εξής (σε παρένθεση τα απαιτούμενα λεπτά κατά μέσο όρο): τηλεφωνείτε στον ασφαλιστή σας (2), σας βρίσκει την κατάλληλη ήτοι τη φθηνότερη ασφάλιση (10), σας καλεί για να σας ρωτήσει τα στοιχεία της μοτοσυκλέτας (1), σας ξανακαλεί γιατί εκείνην την ώρα μιλούσατε με τη μαμά σας (5), του λέτε τα στοιχεία της μηχανής και τον αριθμό του φαξ του καταστήματος που βρίσκεστε (1), του εξηγείτε πως δεν θέλετε ασφάλιση έξι ετών αλλά έξι μηνών (5), περιμένετε στο κατάστημα (20), σας καλεί για να σας πει ότι του χάλασε το φαξ (1), κοιτάζετε τον χαμογελαστό πωλητή σαν γουρουνόπουλο στο φούρνο με πατάτες και μήλο στο στόμα (14), αποφασίζετε να φύγετε χωρίς την ασφάλιση (1).
Το τέλος της αρχής
Στο εξής αρχίζει η συμβίωσή σας με την πρώτη καινούργια σας μοτοσυκλέτα, η οποία θέλετε να κρατήσει για πάντα, αλλά φυσικά το αργότερο σε δύο χρόνια θα την έχετε πουλήσει. Για κάμποσο καιρό η μοτοσυκλέτα σας είναι αντικειμενικά πάντα η πιο όμορφη, η πιο γρήγορη και η πιο ασφαλής από όλες!
Το στρώσιμο που διαρκεί 1000km υπό κανονικές συνθήκες (το δεκαπλάσιο, αν πρόκειται για γιαπωνέζικη) θα σας κάνει να ιδρώσετε: η μοτοσυκλέτα σας θα συμπεριφέρεται δύστροπα, η τροφοδοσία θα δίνει καύσιμο όποτε θέλει, τα φρένα δεν πιάνουν, οι αναρτήσεις χτυπάνε, ενώ όταν πεινάσετε πάνω στη σέλα της μπορείτε να φάτε τα πόδια σας με τηγανητές πατάτες, αφού θα έχουν ψηθεί αρκετά για να μην είναι μαλακό το κρέας. Πάντως θα το καταλάβετε μόνο μετά το πρώτο σέρβις, που θα πλακώσετε το μάστορα στις μπουνιές, επειδή θα νομίζετε πως σας έδωσαν άλλη μοτοσυκλέτα. Μην ανησυχείτε: δεν θα σας κρατήσει κακία. Επίσης θα κάνετε εξαιρετικές σχέσεις με όλα τα βενζινάδικα, αφού θα περνάτε από το καθένα πολλές φορές την ίδια μέρα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάτε να ενυδατώνεστε σωστά, κατά προτίμηση πίνοντας νερό και χυμούς από τα κατά τόπους περίπτερα και όχι τον ιδρώτα ή τα ούρα σας.
Καλές βόλτες και πάντα όρθιοι!
φωτογραφία: Α. Λυχναράς
Υπέροχο κείμενο. Τα σέβη μου 😛
υγ. Ζήτω τα ευρωπαϊκά! 😀
Oντως το κειμενο ειναι καταπληκτικο και παρα πολυ ρεαλιστικο!!! 🙂 🙂
Καλογραμμένο και αξιόλογο κείμενο με αίσθηση χιούμορ
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια! 🙂
πολύ καλό κείμενο, όντως κάπως έτσι είναι τα πράγματα hehe
[…] Ένα ενδιαφέρον άρθρο απο τον Φώτη (https://pausiphono.com) μοιραζόμαστε όλοι μαζί, το οποίο αφορά τους μοτοσυκλετιστές καυτηριάζοντας με ρεαλιστικό τρόπο την οδική συμπεριφορά που συχνά αντιμετωπίζουν στους δρόμους. (διαβάστε περισσότερα..) […]
Όντως όσα προανέφερες ισχύουν. Τα έχω ζήσει και τα ζώ και αυτές τις μέρες. Τον Μάρτιο αποφάσισα να πάρω το ninja 250 2009 μοντέλο καθώς το cbr 125 μου φαινόταν πλέον λίγο. (ήθελα να κάνω μεγαλύτερες διαδρομές, ταξίδια όπως έλεγα στους κοντινούς μου ανθρώπους που με κοίταζαν σαν εξωγήινο καθώς θα άλλαζα την μηχανή μετα απο 3 μόλις μήνες)…
Τμ μέρα που πήρα το νίντζα ένοιωθα οτι θα ερχόταν ο Ρόσι να μου δώσει συγχαρητήρια για την επιλογή μου. Διατυμπανούσα σε όλους οτι αυτο το μηχανάκι θα το κρατούσα εφόρου ζωής γιατι έκανε τη hayabusa να φαίνεται της πλάκας.Είμουνα τόσο καλός στην περιγραφή που πήγαν και το πήραν και 2 φίλοι καπακι…Αρκετές ζωές μετά σε όχι και ένα τόσο μακρνό γαλαξία ( 8 μήνες δηλαδή) το έδωσα σε γνωστή αντιπροσωπεία ως ανταλλαγή για το bandit 650 abs . Ο πωλητής που πηγα εγώ και το έκλεισα διέφερε απο τους άλλους που έχετε γνωρίσει.Όσο είμασταν στο ψησε ψήσε για τη μηχανή μπήκανε 2 τύποι των οποίων τα πορτοφόλια δεν είχαν γνωρίσει ποτέ την γλυκιά επαφή με χαρτονόμισμα κάτω των 500 ευρώ και κοίταζαν για vstrom και busa. Με υφάκι τους είπε – Ο κύριος προηγείται καθώς ήδη μιλάω.Καθήστε και μόλις τελειώσω τα λέμε. Οι τύποι γυρνούσαν το ένα μοντέλο μετά το άλλο και γράφανε δικά τους review για το 0-700. -4χρονο είναι αυτό ε Μήτσο? – Ναί ρε συ κώστα δεν το θυμάσαι που το χαμε πάρει το 456 στην Πομπηία αλλά με το ηφαίστειο και αυτά δεν μας κάλυψες η ασφάλεια?
Μου πήρε πάνω κάτω 1 ώρα καθώς έκανα και επιδότηση για το υπόλοιπο ποσο της μηχανής να συμπληρώνω έγγραφα για την τραπεζα-αντιπροσωπεία- fbi-cia-kgb και ότι άλλη χαρτούρα έχει εφευρεθεί. Ήρθα σπίτι πήρα βιβλιαρακι service και δέυτερα κλειδιά και επέστρεψα “λιγο στεναχωρημένος που έδινα το καλύτερο μηχανάκι στον κόσμο μέχρι τότε για καποιο άλλο”… Το διαζύγιο μου ήταν λιγότερο επίπονο αλήθεια..
Οι γέροι του Μάπετ σόου ήταν ακόμα εκεί και είχαν εντριφύσει πλέον στο γιατί αυτή η βίδα να είναι εκεί και όχι 10 εκατοστά πιο πάνω. “Αλήθεια λέω το είπαν και αυτό¨. Ο πωλητής έδειξε ανακουφισμένος όταν με είδε γιατί θα έλεγε μία κουβέντα πέρα απο το – Η υποδύναμη σε σχέση με την ροπή και την αναλογία κιλών επιρεάζεται και απο το χρώμα της μοτοσυκλέτας νεάρέ είχα διαβάσει στο national geographic ισχύει? (εδώ είναι η φάση που στο μυαλό του ο άλλος του απαντάει οτι ο Άγιος βασίλης έχει cbr και ο Χρίστός Χάρλει λόγω look..
3 μέρες μετά και περιμένω να την πάρω στα χέρια μου. Πιο συνειδητοποιημένος αυτή τη φορά καθώς δεν έχω κάνει δηλώσεις του τύπου – Αυτή η μηχανή είναι το συγχρονότερο τεχνολογικό επίτευγμα μετά την προσελήνωση του ανθρώπου!
Εώς την επόμενη αγορά λοιπον….στο επανιδήν…
Με το καλό, φίλε μου Γιάννη! 😀 8)
Ομολογώ πως ποτέ δεν συμπάθησα μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού που το παίζουν μεγαλύτερες (CBR125, Ninja 250 κ.λπ.). Ο Bandit είναι μια εξαιρετική μοτοσυκλέτα που δεν βάζει τα γυαλιά σε ζητήματα επιδόσεων, αλλά είναι ειλικρινής και κάνει όσα υπόσχεται και ταυτόχρονα ασφαλής, οικονομική και ταξιδιάρα! Αν έψαχνα μια τετρακύλινδρη, θα ήταν ανάμεσα στις τελικές μου επιλογές!
Δεν ξέρω πού μένεις, αλλά μέσα σε πόλη η αλήθεια είναι πως θα σε κουράσει περισσότερο από τις προηγούμενες που είχες. Είναι εύκολη για την κατηγορία της, αλλά παπί, σκούτερ ή μονοκύλινδρη on off δεν είναι. Φυσικά, αν έκανες συνειδητή επιλογή, το μόνο που θα σε ενοχλεί είναι οι άλλοι. 🙂
Την πήρα 🙂 Όντως είναι πιο κουραστική απο τις άλλες αν και οι άλλες που είχα ήταν περισσότερο για εκμάθηση παρά για κατι περισσότερο. Το μόνο “μειονέκτημα” που έχει αν θες είναι το βάρος 250 κιλά… Επειδή μένω Πειραιά και ήδη λόγω δουλειάς στην Καλιθέα την έχω δεί 2 μέρες, η μετακίνηση εντός πόλης είναι οκ. Σαφέστατα δεν χώνεται εκεί που μπαίνανε τα μικρά που είχα αλλα πατάει καλά και με αέρα δεν αλλάζω για πλάκα λωρίδα… Μία βόλτα που την πήγα μέχρι Ελευσίνα για να την μάθω λίγο μου άφησε καλές εντυπώσεις. Πολύ ροπή και εξαιρετικα φρένα. Μέχρι την επόμενη θα έλεγα οτι είναι πολύ καλή επιλογή για όποιον θέλει μία φτηνή και τίμια μεγάλη μηχανή.:)