Για τον ξάδερφο αυτόν δεν είχα ακούσει κανένα νέο ούτε πριν ούτε μετά την επίσκεψή μου. Η απαγόρευση επαφής με δυτικούς, που, όπως φαίνεται, τηρείται οικειοθελώς ―γιατί ποιος άλλος, αν όχι κάποιος εσωτερικός αστυνομικός, θα τον είχε εμποδίσει να βάλει έστω και μια φορά το κεφάλι του μέσα από την πόρτα―, μου έδωσε αφορμή να φανταστώ μια ανάλογη περίπτωση με αλλαγμένα πρόσωπα: θα μπορούσαν να είχαν κάνει εμένα ―κάτω από τις ίδιες συνθήκες, στο ίδιο σπίτι, αν είχα μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον όπως ο ξάδερφος― ένα πειθήνιο όργανό τους, συγκρίσιμο μ’ αυτόν; Νομίζω ότι η απάντηση θα είναι κολακευτική για μένα, επειδή δεν ένιωσα ποτέ μια τέτοια πίεση; Ή θα είχα αρνηθεί οποιαδήποτε υπακοή, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει πίεση; Και ποια στιγμή θα άρχιζα τις αρνήσεις: στον εξαναγκασμό για υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, στα μαθήματα αμυντικών ασκήσεων ή στη συμμετοχή στις γιορτές εφήβων της Λαϊκής Δημοκρατίας;
Αν είχα μεγαλώσει στη Δρέσδη, στο σπίτι της θείας μου ή σε κάποιο αντίστοιχο σπίτι, θα είχα κλέψει από τα φορτηγά των κατακτητών, αντί αμερικάνικα τσιγάρα, ρώσικη βότκα. Οι πρώτες λέξεις μιας ξένης γλώσσας που θα είχα μάθει θά ‘ταν ρώσικες αντί εγγλέζικες. Θα τραγουδούσα «Ο κόσμος σε χρειάζεται όπως εσύ αυτόν, πρωτοπόρε», αντί «Ίνσμπρουκ, πρέπει να σ’ εγκαταλείψω». Θα είχα πάει μάλλον στις γιορτές εφήβων αντί στο μάθημα κατήχησης για την πρώτη θεία Κοινωνία, θα έβλεπα ρώσικα έργα για τον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» αντί για αμερικάνικα γουέστερν, θα είχα σιχαθεί τη λέξη «σύντροφος» στα 15 μου σε τέτοιο βαθμό που στα 25 δεν θα την ξανάβαζα στο στόμα μου. Θα είχα δει στα παιδικά μου κιόλας χρόνια τόσα πολλά αντιφασιστικά έργα που η αμερικάνικη σειρά «Ολοκαύτωμα» θα μου φαινόταν απλώς κακόγουστη. Θα διάβαζα κρυφά Νίτσε και Σαρτρ αντί Βίλχελμ Ράιχ και Λένιν, θα εμβάθαινα, ίσως για πρώτη φορά, στο έργο του Μαρξ όταν θα μάθαινα τα νέα για το φοιτητικό κίνημα στο Δυτικό Βερολίνο.
Κατά τα άλλα όμως;
Δεν θα εξασκούμην μήπως στο βιολί, ενώ όλοι οι άλλοι θα έπαιζαν ποδόσφαιρο; Δεν θα προτιμούσα να διαβάζω Σπινόζα αντί Καρλ Μάι; Δεν θα έφτανε στ’ αυτιά μου ότι ο αυνανισμός κάνει κακό στην όραση; Ότι η σιωπή την ώρα του φαγητού στο τραπέζι βιώνεται τραγικότερα από τους βομβαρδισμούς του τελευταίου πολέμου; Δεν θα αντιλαμβανόμουνα το «Rock around the clock» ως το σημαντικότερο μήνυμα μετά την «Επί του Όρους Ομιλία»; Δεν θα είχα μάθει τον Μπομπ Ντύλαν απ’ έξω;
Δεν θα ήμουν ο ίδιος. Θα είχα όμως αλλάξει τόσο πολύ, ώστε να μην μπορώ να αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό; Πού σταματά το κράτος και πού αρχίζω Εγώ;
Ξαναγίναμε πάλι κάποιοι. Σ’ αυτή την φράση, αυτό το «ξανά» ενοχλεί κάθε φορά. Όποιος έγινε επιτέλους κάποιος, θα πρέπει να ήταν πρώτα τίποτα.
του Peter Schneider, από το Ο άνθρωπος που δρασκέλιζε το Τείχος· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία