Πριν από λίγο, ενώ έπεφτε η νύχτα ―2 Ιανουαρίου 1968―, στάθηκα όρθιος μπροστά στο παράθυρο και, κοιτώντας έξω, έκλαψα. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος που δεν περιμένει τίποτα από τον εξωτερικό κόσμο: όλα συμβαίνουν μέσα μου· ό,τι αλλάζει, αλλάζει μέσα μου. Συχνά με φαντάζομαι όρθιο σε μια έρημη αποβάθρα, σαν έναν ταξιδιώτη που έφτασε στην πόλη έχοντας χάσει το μνημονικό του: κι όμως είμαι γεμάτος από αναμνήσεις ευωδιάς και μουσικής, αναμνήσεις προσδοκίας και πόνου· και μόνος. (Λύντια, νομίζεις πως εσύ είσαι η αιτία; Τι αυταρέσκεια!) Καμιά φορά φοβάμαι ότι θα καταντήσω σαν τον Μπέντοκ Σκοτ, τον δούκα του Πόρτλαντ, που, μόλις κληρονόμησε το αββαείο Γουέλμπεκ στο Νότινγκχαμσάιρ, βάλθηκε να χτίζει μια υπόγεια σήραγγα μέσα στην οποία πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Δεν μένω σε υπόγεια σήραγγα: μένω σε μια έπαυλη από ουαλική πέτρα δίπλα στο γήπεδο του κρίκετ, στο Σαιντ Τζον’ς Γουντ· σ’ ένα σπίτι που μπορεί να φιλοξενήσει σαράντα άτομα, αλλά που δεν φιλοξενεί κανέναν. Και ο Μπέντοκ Σκοτ διέθετε χώρο για φιλοξενία ―στο κάστρο του η αίθουσα μπιλιάρδου χωρούσε μια ντουζίνα τραπέζια―, όμως δεν φιλοξενούσε ποτέ κανέναν.
της Σώτης Τριανταφύλλου από το λίγο από το αίμα σου· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Καταπληκτικό κείμενο – σαν να μην το έχει γράψει Έλληνας συγγραφέας. Βέβαια και η Σώτη είναι λιγότερο Ελληνίδα και περισσότερο πολίτης του κόσμου. Kudos!
Πράγματι, παρόλο που αυτό το βιβλίο της δεν ήταν από τα καλύτερα που έχει γράψει.