Στη γεωγραφία των πρώτων τάξεων του δημοτικού, στο μάθημα αυτό που μαθαίνει τα μικρά αθώα παιδάκια για τα ποταμάκια, τα βουναλάκια και τα σύνορα της χώρας τους και που ―σε ευγενή συνεργασία με το μάθημα της Ιστορίας― τα υποχρεώνει να χύσουν το αίμα τους γι’ αυτά ―στον πόλεμο ή στα γήπεδα, free choice― μόλις τελειώσουν το σχολείο, εγώ είχα συγκρατήσει ένα γράφημα που έδειχνε την άνοδο του πληθυσμού σε συνάρτηση με την άνοδο της πληθυσμιακής ομάδας των «-ήντα+» (διαβάζεται «ήντα πλας» και δεν είναι θρεπτικό συστατικό επιδορπίου γιαουρτιού). Τότε, στην εξέτασή μου τό είχα μνημονεύσει σχολιάζοντας: «Ο πληθυσμός της χώρας γερνάει, που σημαίνει ότι λιγότεροι νέοι εργάζονται για να τρέφονται περισσότεροι γέροι». Η δασκάλα μου είχε τρομάξει και μέχρι το τέλος του δημοτικού μου έβαζε 10 σε όλα και έτσι αναγκάστηκα στις δυο τελευταίες τάξεις να παρελάσω για τιμωρία δίπλα στη σημαία (μεγάλη η χάρη της).
Πάντως η παρατήρησή μου ήταν αληθινή. Ξαναασχοληθήκαμε με πληθυσμιακά και εργασιακά ζητήματα μετά από έντεκα χρόνια, όταν πια θα ήμασταν ακίνδυνοι να κάνουμε κάτι για να βελτιώσουμε την κατάσταση. Έτσι, οι Έλληνες φοιτητές στελεχώνουν εδώ και πολλά χρόνια τις καίριες θέσεις αγγαρείας των καφετεριών, των πιτσαριών, των σουβλατζίδικων και των τηλεφωνικών κέντρων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, αρωγοί στη διατήρηση της ευγενούς αυτής παράδοσης, προσφέρουν από το πρώτο κιόλας έτος θέσεις επαγγελματιών συνδικαλιστών σε φοιτητές που πληρούν τις απαιτούμενες σταθερές βλακείας και εμφάνισης, ενώ ως επιβράβευση σε όσους κατανοήσουν τη ματαιότητα και συνεχίσουν τις σπουδές και μετά το πτυχίο τους προσφέρουν θέσεις υποτελούς απασχόλησης στους διάφορους θεσμούς του κάθε φορά ιδρύματος. Εγώ, ως τέτοιος, απασχολήθηκα στη βιβλιοθήκη του τμήματός μας από το Γενάρη ως την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι βάρδιές μου (ένα τετράωρο κάθε Τετάρτη) είναι εξοργιστικές για ανθρώπους που εργάζονται πραγματικά ενώ το αντικείμενο της απασχόλησης θα μπορούσε μοναχά εμένα να μην ενοχλεί. Δεδομένου του συμβολικού μισθού μου, ήμουν επιφορτισμένος με την τιμητική αρμοδιότητα να τονώσω το αίσθημα ανωτερότητας ενός εκ των καθηγητών του τμήματος (υποψήφιου πολιτευτή με το γνωστό πορτοκαλί συνδυασμό) με το να κατανείμω και να ταξινομήσω πέντε κούτες κρασιών τιγκαρισμένες με πεταμένα άρθρα από εφημερίδες σε σαράντα κουτιά (τα οποία όταν έφυγα ήταν πενήντα δύο)· μια τελείως μάταιη εργασία, αν το καλοσκεφτείς, αφού τα κουτιά φυλλάσονται ανοιχτά και έπειτα από πέντε χρόνια η υπεύθυνη βιβλιοθηκονόμος (που θα έχει ανακαλύψει ήδη το Διαδίκτυο) θα αποφασίσει πως τα σωρευμένα απομεινάρια της γνώσης χρησιμεύουν περισσότερο ως άμμος για τη γατούλα του κτηρίου παρά οτιδήποτε άλλο σε οποιονδήποτε άλλο. Αλλά ποιος είμαι εγώ για να κρίνω;
Ομολογώ πως οι σταθερά επαναλαμβανόμενες ενέργειες μού ταιριάζουν περισσότερο ως εργασία: αν τα πόδια μου δεν ήταν σαν τα αναμνηστικά καλαμάκια της Disneyland θα μπορούσα να είμαι κολυμβητής, αν η φύση με είχε προικίσει αρκετά θα μπορούσα να παίζω σε τσόντες και αν ήμουν Γερμανός και παραγωγικός γύρω στο ’84 θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά που έκανε ο πρωταγωνιστής των «Ζωών των άλλων» στο τέλος της ταινίας. Η μοίρα όμως μέ πέταξε στο ΕΚΠΑ, να ταξινομώ σκισμένα άθρα παντός είδους εφημερίδων και περιοδικών, ανάμεσα στα οποία των εξής: Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, Ημερησία, Πρώτο Θέμα, Καθημερινή, Focus, Περισκόπιο της Επιστήμης, φυλλάδια του ΟΚΑΝΑ και περιοδικά του δικηγορικού και του ιατρικού συλλόγου καθώς επίσης και ―άκουσον, άκουσον― του συνδικαλιστικού οργάνου της ελληνικής Αστυνομίας. Είμαστε ό,τι διαβάζουμε, σίγουρα θα λέει κάποιος φιλόσοφος της πλάκας, και το μόνο που έχετε να κάνετε για να το διαπιστώσετε είναι να επισκεφθείτε τη βιβλιοθήκη για να δείτε τι μαλακίες μπορεί να διαβάζει ένας καθηγητής εγκληματολογίας.
Πάντα με καλή μουσική στα αυτιά, αρχικά μου έπαιρνε περί τα τέσσερα λεπτά για να διαπιστώσω σε πια κατηγορία ταιριάζει τι. Τρεις εβδομάδες αργότερα μου έπαιρνε κατά μέσο όρο περί τα δέκα δευτερόλεπτα, αφού πια συνήθισα τον τρόπο κατάταξης που φέρνει σε αυτόν ψυγείου χασάπικου και διαπίστωσα πως ένα όνομα και τρεις σκόρπιες λέξεις αρκούν για να μπει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του: ονόματα συγγραφέων όπως Νίκος Δήμου, Άλφα Γιώτα Δέλτα Μεταξάς, Παντελής Μπουκάλας φεύγουν κατευθείαν για το κουτί «Διανοούμενοι/Γνώμες», ενώ συγκεκριμένη σελίδα των Νέων συγκεκριμένης περιόδου καταλήγει άμεσα στο «Ειδικές δικαστικές περιπτώσεις». Κάνεις μ’ αυτόν τον τρόπο επάγγελμα αυτό που υποστήριζε πριν από κάμποσα χρόνια ο τηλεοπτικός εκλογολόγος του MEGA Ηλίας Νικολακόπουλος, που κατά τύχη διδάσκει εκλογική κοινωνιολογία στο τμήμα ΠΕΔΔ της σχολής ΝΟΠΕ του ΕΚΠΑ (σ.σ. πουτάνα νεωτερικότητα με τα αρκτικόλεξά σου): «Διαβάζουμε πια μοναχά τους τίτλους των εφημερίδων και σκόρπιες λέξεις απ’ το κείμενο». Τα κουτιά (τα οποία η συμπαθής πιπινοασκούμενη βιβλιοθηκονόμος αποκαλούσε ακαδημαϊκώ στόμφω «μποξ») έχουν τελεία μετά τα ψηφία αρίθμησης, γεγονός που, σε συνάρτηση με το βλακώδες αράδιασμα των θεματικών, υπήρξε για μένα η κατάρριψη του αξιώματος πως η γνώση της γερμανικής γλώσσας συνεπάγεται ορθολογική σκέψη.
Εν κατακλείδι, τελείωσα την απασχόληση αυτή έχοντας εκτιμήσει τα κλιματιστικά, το μελάνι και τη μουσική του Nick Cave, έχοντας βρει ότι στη ζωή μου θα ήθελα να γίνω επίτιμος καθηγητής τριών πανεπιστημίων και έχοντας εκτιμήσει τα γυναικεία πόδια περισσότερο από το γυναικείο στήθος (ως αντικείμενο βλέψης και μόνον).
Μου άρεσε πολύ το ποστ σου. Πάντως αν από την ταξινόμηση των άρθρων εκτίμησες τα γυναικεία πόδια, τότε πρέπει με κάποιο τρόπο να με “βαλεις” και μένα στη δουλειά: εσύ θα ταξινομείς κι εγώ θα εκτιμώ.. :Ρ
Αν δεις τα άρθρα στο σύνολό τους, ευτυχώς θα πεις που δεν εκτίμησα τα αντρικά πόδια.
Χμ…μικρό το κακό. Εδώ οι άλλοι χρέωναν μοκέτα 100άδων χιλιομέτρων η οποία μετατράπηκε σε Ferrari (η οποία ήταν κόκκινη, αν και ο οδηγός της ήταν…πράσσινος ή μπλε…) . Μετά από αυτό, τα άλλα όλα φαίνονται λεπτομέρειες. Κουράγιο, τα πράγματα (δεν) θα φτιάξουν.
Δεν το κατάλαβα αυτό με τη μοκέτα. Πάντως δεν έχω αυταπάτες ότι τα πράγματα θα φτιάξουν. Cheers!