Φεγγαράκι μου λαμπρό, άι στα κομμάτια νυχτιάτικα!

Οι δυο μοναδικοί μου φίλοι στο χωριό μου είχαν κάποτε μια γιαγιά που εν αγνοία της συνέβαλε στην ―πολύ― μετέπειτα πορεία μου ως άνθρωπο. Τότε που είχα ύψος κάτω του ενός μέτρου, τότε που οι καλοκαιρινές διακοπές κρατούσαν τρεις ολόκληρους μήνες, τα χωριάτικα απογεύματά μας τα περνούσαμε στο σπίτι της εν λόγω γιαγιάς εξαιτίας δύο βασικών λόγων: του κήπου της, που διέθετε μέγεθος ικανό για κρυφτό και μια αμυδρή γκροτέσκα essence ψαρίλας, και του ότι η γιαγιά Παρασκευή έφτιαχνε και γαμώ τα κουλουράκια. Τρώγοντάς τα και ενώ περιμέναμε την αλοιφή να ανακουφίσει τα χέρια μας από τις τσουκνίδες και το οξυζενέ να αφρίσει τις πληγές στα γόνατα και τις γάμπες μας, εγώ συνήθως περιεργαζόμουν το σπίτι, το οποίο έβρισκα αναίτια διαφορετικό από αυτό της δικής μου γιαγιάς· θεωρούσα πως άνθρωποι της ίδιας ηλικιακής κατηγορίας θα έπρεπε να έχουν τα ίδια σε μέγεθος και διαρρύθμιση σπίτια, για λόγους οικονομίας του δημοσίου κεφαλαίου. Τέτοιες απόψεις όταν τις εκφράζουν άνθρωποι μονοψήφιας ηλικίας τίς αντιμετωπίζεις με γέλιο και τούς αποκαλείς «παιδιά»· όταν τις εκφράζουν άνθρωποι ηλικίας άνω των 16 τούς αποκαλείς «φασίστες» και καλό θα ήταν να έχεις απέναντί τους την ίδια αντιμετώπιση.

Περαιτέρω εμβάθυνση και ψαχούλεμα στο σπίτι με έφερε μπροστά σε μια συσκευή τής οποίας αδυνατούσα να κατανοήσω τη σύλληψη: επρόκειτο για μια μικρή λαμπίτσα, βαμμένη σε ένα φλούφλικο παλ χρώμα, που στην άρκη της διέθετε δυο ακροφύσια για πρίζα. Το πρώτο που μπόρεσα να φανταστώ ήταν ότι επρόκειτο για ένα πείραμα για το μάθημα του ηλεκτρισμού στη φυσική· θυμήθηκα όμως έπειτα πως κανένας από εμάς δεν βρισκόταν στην ανάλογη τάξη στο δημοτικό, αν και εγώ είχα αναγκαστεί να μάθω τα περί πέρα-δώθε των ηλεκτρονίων μετά από δοκιμές τοποθέτησης διαφόρων αντικειμένων, μεταξύ αυτών και αρκετών μεταλλικών, στις υποδοχές της πρίζας. Θυμάμαι επίσης τη σκέψη μου ότι το βράδυ θα μπορούσαν να αλοίφουν τη λαμπίτσα με αίμα για να τραβάει τα κουνούπια και να κολλούν πάνω της· σκέψη που δεν εξωτερίκευσα ποτέ λόγω της θεωρούμενης κοινωνικής της βαρβαρότητας. Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να ρωτήσω τα παιδιά, τα οποία μού έδωσαν την απάντηση «Είναι για όταν κοιμόμαστε εμείς εδώ». Αναμονή. «Είναι για το βράδυ». Κι άλλη αναμονή. «Είναι για να μη φοβόμαστε τη νύχτα», μού είπε το κορίτσι ως τελευταία προσπάθεια επεξήγησης.
Πέρασε αρκετός καιρός που στο μυαλό μου στριφογύριζε το ίδιο κορίτσι να μού λέει τα ίδια λόγια και προς τα τελευταία χρόνια της απορίας μου το ενδιαφέρον μου να πέφτει περισσότερο στο ίδιο το κορίτσι παρά στα λόγια της. Πάντως συνέχισα να ταλανίζομαι από απορίες όπως «Τι μπορείς να φοβάσαι όταν δεν βλέπεις τίποτα;», «Πώς μπορείς να φοβάσαι κάτι όταν δεν έχεις καθαρή ιδέα γι’ αυτό στο μυαλό σου;», «Από τη στιγμή που ξέρεις τι φοβάσαι και έχεις βρει την αιτία που το φοβάσαι, γιατί συνεχίζεις να το φοβάσαι;» και «Γιατί τη νύχτα κάποιος φοβάται ενώ μπορεί να κοιμηθεί και να το ξεχάσει;».

Ακόμη λοιπόν κι αν το ενδιαφέρον μου ξεκινούσε από το φυσικό κόσμο, μού ήταν πολύ δύσκολο να στρέψω το νου μου μακριά από απορίες για τους ανθρώπους, τη μεταξύ τους συμβίωση και τους κανόνες αυτής. Σ’ αυτό συνέβαλλε κι ένα άλλο γεγονός: η γιαγιά Παρασκευή παρακολουθούσε μπάσκετ. Φανατικά. Δεν έχανε αγώνα για αγώνα στην ασπρόμαυρη ακόμη τηλεόρασή της, ενώ ήταν προμηθευμένη, άγνωστο από πού, με διάφορα αξεσουάρ ―ένδυσης κυρίως― όλων των βασικών ομάδων, καθένα από το οποίο κράδαινε φωνάζοντας συνθήματα κάθε φορά και για διαφορετική ομάδα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, μα διατηρώ μια σχεδόν ολοκληρωμένη σιγουριά πως το ενδιαφέρον της κάθε φορά ήταν ανάλογο των παικτών που διέθεταν οι ομάδες. Οδηγούμενη περισσότερο από τις τελευταίες βίαιες πνευματικές παρά σωματικές σεξουαλικές εκρήξεις της προκεχωρημένης της εμμηνόπαυσης, έμοιαζε σχεδόν να διεγείρεται από τις δηλώσεις των πανύψηλων παικτών της καλαθοσφαίρισης, οι οποίες έρχονταν μετά τον αγώνα. Από τότε μού έχουν εντυπωθεί δύο τινά: το πρώτο είναι η διαπίστωση ότι οι παίκτες του ποδοσφαίρου είναι κατά βάση ένα μάτσο μαλακισμένα με καμιά δεκαπενταριά λέξεις στο ενεργητικό τους (σαν τους οπαδούς τους), ενώ οι παίκτες του μπάσκετ τουλάχιστον έχουν βγάλει το σχολείο κι έτσι δεν χρειάζεται να συνεννοούνται με μουγκρητά και παράλληλα μπορούν να μιλήσουν μπροστά στο φακό το ίδιο ωραία αφενός για τον αγώνα που έχασαν και αφετέρου για τον αγώνα που κέρδισαν. Το δεύτερο είναι η ρήξη των σεξιστικών πεποιθήσεων που φροντίζουν επιμελώς να χτίζουν τουβλάκι-τουβλάκι στα παιδιά το σχολείο, οι γέροι συγγενείς και άλλες εστίες συντηρητικής ιδεολογίας που τα περιβάλλουν: αφού η γιαγιά και βλέπει μπάσκετ βρίζοντας σαν ταρίφας και φτιάχνει και γαμώ τα κουλουράκια, δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό να μένει στην κουζίνα. Ο μικρός Φώτης ανακαλύπτει το φεμινισμό.

Τώρα; Τώρα σπουδάζω κοινωνικές επιστήμες διατηρώντας μόνιμα μεταξύ πολλών άλλων και το κόμπλεξ που δεν κατάφερα ―αφού δεν προσπάθησα― να γίνω φυσικός ή αστρονόμος· σταματώ το λόγο μου προσπαθώντας να βρω κάθε φορά ταιριαστό επίθετο με ξεχωριστό σχηματισμό του θηλυκού· με έλκουν σεξουαλικά οι φεμινίστριες, που όμως δεν φοράνε δερμάτινα και δεν χρησιμοποιούν μαστίγια, γιατί πονάει παρακαλώ· τέλος, διατηρώ στο δωμάτιό μου ούτε λίγο ούτε πολύ (σ.σ. τι βλακώδης έκφραση!) οκτώ μόνιμα ενεργοποιημένα λαμπάκια: ένα λευκό του υπολογιστή, ένα μπλε του σκληρού δίσκου που αναβοσβήνει συνεχώς ανάλογα με το traffic, ένα πράσινο στο ηχοσύστημά μου που δηλώνει το ξυπνητήρι και πέντε πράσινα στο usb hub μου, ένα για το power και τέσσερα για τις ενεργές θύρες. Τα βράδια μέ νανουρίζουν, με προφυλλάσουν από τις κακές νεράιδες που θέλουν να μού κλέψουν τη φωνή, διώχνουν τους εφιάλτες με τους κνίτες και τους δημοσιογράφους και βοηθούν το συνολικά μισό ανοιχτό ανοιχτό μάτι μου να βρει το δρόμο στα σκοτάδια για την περίπτωση που έχω καταναλώσει αρκετά υγρά πριν.

2 comments on “Φεγγαράκι μου λαμπρό, άι στα κομμάτια νυχτιάτικα!

  1. -

    Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και κακές νεράιδες. Να προσέχεις επίσης τους κακούς ανέμους και τους κακούς λύκους.
    Από λαμπάκια πάντως έχεις μπόλικα. Κι εγώ κάπως έτσι… Βέβαια, όταν μου ανάβουν τα λαμπάκια χάνω το λογαριασμό στο άθροισμα.
    Καλά να είσαι.

    Υ.Γ.: Ποια είναι η μαθηματική σχέση ανάμεσα στα λάμπάκια που έχουμε στο σπίτι μας και στο φως που έχουμε στην καρδιά μας;

  2. -

    Και βέβαια υπάρχουν κακές νεράιδες και μάλιστα είναι πιο σέξυ από τις καλές με τα ροζ φτεράκια και το βλακώδες χαμόγελο! Θεωρείται ότι τις τραβάνε τα λαμπάκια από τα μηχανήματα και τα ηλεκτρονικά, γι’ αυτό και τα αφήνω ανοιχτά τα βράδια, πέρα από το ότι απολαμβάνω να τη σπάω στους οικολόγους.

    ΥΓ: Αγνοώ. Από μαθηματικά ξέρω ελάχιστα. Γι’ αυτό δεν έγινα φυσικός: δεν έκατσα ποτέ να μάθω.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *