Αποζήτησα τη βροχή. Την αποζήτησα τόσο πολύ που όταν ήρθε δεν ήξερα πια πώς να τη σταματήσω. Ήταν μια βροχή σαν καταρράκτης, ροζ, πράσινη, μπλε, έπαιρνε όλα τα χρώματα και κανένα. Έκανε τα πουλιά να πέφτουν. Έβρεξε έτσι ούτε που ξέρω για πόση ώρα. Οι γέροι έλεγαν ότι δεν είχαν δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Μιλούσαν για τους προγόνους τους και για τον Θεό και για τον ουρανό και για όλα εκτός από την αιτία της βροχής: εμένα. Την είχα καλέσει για να τα σαρώσει όλα, στεκόμουν στη μέση του οροπεδίου και γελούσα, γελούσα, τα παρέσυρε όλα προς την κοιλάδα μέσα σε ποταμούς οργής, όλους τους εχθρούς μου, όλους εκείνους που δεν είχαν ποτέ τους πιστέψει σε μένα. Είδα ένα παπούτσι κλόουν να παρασύρεται μαζί με τα νερά, άντε γεια Μαλόκιο! Κι έπειτα είδα να περνάει ένα κοντό μπλε φουστάνι· προσπάθησα να τα σταματήσω όλα, όμως ήταν πια αργά, οπότε βούτηξα μέσα για να το πιάσω.
του Jean-Baptiste Andrea από τη Βασίλισσά μου· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.