Η Ματίλντ Καλμόν νοσηλεύτηκε. Ένας επιδέξιος χειρουργός κατάφερε ν’ αποκαταστήσει το γόνατο που είχε συντρίψει η σφαίρα, χρησιμοποιώντας διάφορα πολυμερή, πλαστικά και άλλα συνθετικά υλικά συμβατά με τη ζωντανή σάρκα, που αντικατέστησαν την επιγονατίδα και τους τένοντες. Όταν κρίθηκε ότι μπορούσε να μετακινηθεί, τη μετέφεραν σ’ ένα νοσοκομείο για κρατούμενους στην περιοχή του Παρισιού. Ανακρίθηκε από έναν ανακριτή ειδικευμένο σε θέματα τρομοκρατίας, καθισμένη με χειροπέδες σε αναπηρική πολυθρόνα. Καθώς παρέμενε ουσιαστικά βουβή από τη νύχτα της απαγωγής του Πιερ από τον Ματάνθας και συνεπώς δεν εξέφρασε καμιά επιθυμία σχετικά με την υπεράσπισή της, διόρισαν αυτεπάγγελτα μια νεαρή δικηγόρο, ωραία, φλύαρη και σχεδόν ανίκανη, η οποία δεν μπόρεσε παρά να νιώσει κάποια συμπάθεια γι’ αυτή τη θλιμμένη και κουτσή γυναίκα. Η Ματίλντ παραπέμφθηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε ένοπλη συμμορία και προφυλακίστηκε στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών του Φλερί-Μεροζίς. Αναμένοντας τη δίκη, έμαθε ανάγνωση σε μια παιδοκτόνο που είχε πνίξει τα δίδυμά της στην μπανιέρα επειδή την παράτησε ο πατέρας τους. Ήταν η μοναδική πραγματική επαφή της Ματίλντ με κάποιον άνθρωπο εκείνη την περίοδο. Τον υπόλοιπο χρόνο διάβαζε τα λίγα βιβλία που της έφερνε η δικηγόρος της: ανακάλυψε τον Πολ Όστερ, ξαναδιάβασε τον Ισμάν, έμαθε απέξω ποιήματα του Ρενέ Σαρ. Και καθώς το Παρίσι είναι μακριά από το Μπορντό, οι φίλοι, αποθαρρυμένοι από την απόσταση και τις γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες, αραίωσαν τις επισκέψεις τους και προσπάθησαν να διατηρήσουν μια επαφή στέλνοντάς της γράμματα, τακτικά και στοργικά, που κι αυτά σταμάτησαν στο τέλος, μετά από καμιά δεκαριά μήνες, ελλείψει τακτικών απαντήσεων, κι από εξάντληση, όπως εγκαταλείπει τον αγώνα ένας δρομέας με καλές προθέσεις. Η Ματίλντ επέζησε, μάλλον επειδή δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει.
του Herve Le Corre, από την Άμμο στο στόμα· κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.