Είναι κάτι στιγμές στο λαγούμι, όταν χτυπάει το τρυπάνι κι ίσα που βλέπεις τα ρούχα σου από τη σκόνη και τους ατμούς. Είναι λες και δεν υπάρχει τίποτα πέρα από κει που τελεινώνεις εσύ. Κι όλα είναι κρύα και σκληρά. Ιδρώνεις γιατί δεν μπορεί να πάρει το πετσί σου ανάσα. Ιδρώνεις κι αντί να γίνεται μαλακό, ποτίζει ο ιδρώτας σίδερο κι είναι σαν να σε καλουπώνει ένα πράμα. Ξεχνάς ότι έχεις κορμί. Μόνο το κοπάνημα από το δράπανο υπάρχει. Και πρέπει να σε βγάλει κάποιος από το λαγούμι για να ζωντανέψεις πάλι. Ν’ αλλάξει η βάρδια και να ‘ρθούνε να σε βγάλουνε από το λαγούμι. Να βγεις πάνω και ν’ αρχίσεις να μιλάς, να θυμηθείς ότι είσαι άνθρωπος.
Στη βάρδια με άλλαζε πάντα ο Νίκος. Ερχότανε και μου χτυπούσε τον ώμο, γιατί όταν δούλευε η μηχανή ούτε τη φωνή σου δεν μπορούσες να ακούσεις. Και πάντα κρατούσε μια σακούλα πλαστική. Δυο μπουκάλια νερό και δυο καφέδες μέσα. Καθόμασταν μαζί για κάνα μισάωρο. Έκανε αυτός ένα τσιγάρο πριν πιάσει δουλειά, έπαιρνα εγώ λίγες ανάσες πριν σχολάσω. Τελειώναμε, του άφηνα το δεύτερο μπουκάλι κι έπαιρνα τα σκουπίδια στη σακούλα. Όχι ότι θα μας έλεγε κανένας τίποτα. Ποιος νοιάζεται για τα σκοτάδια. Τώρα τ’ αφήνω όλα εκεί, και, μόλο που είναι μόνο τα δικά μου, έχουν αρχίσει να γίνονται σωρός. Κι έτσι που τα κοιτάω, όλο μου ‘ρχεται να τους βάλω ένα φουρνέλο να τα τινάξω.
Λίγο πριν κοιμηθώ, σκέφτομαι αυτό συνέχεια. Στη σύραγγα μέσα, πίσω από το τρυπάνι, να ξεχνάνε να μ’ αλλάξουνε κι εγώ να δουλεύω και να σκάβω, κι όσο πιο βαθιά πάω, τόσο πιο πολλοί με ξεχνάνε. Κι εγώ σκάβω και πλημμυρίζω σίδερο.
απόσπασμα από το διήγημα Μεταποίηση του Δημοσθένη Παπαμάρκου από τη συλλογή διηγημάτων Μεταποίηση· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.