Του αρέσει πια περισσότερο το φως των μεσημεριών παρά η νύχτα. Θυμάται μάλιστα τα λόγια ενός παλιού συναδέλφου για τη νύχτα: αχ, η νύχτα είναι ο μύθος των νιάτων μας. Την εποχή όμως που μοιράζονταν τέτοιες πάνσοφες κουβέντες, γύριζε από το μπαρ φασκιωμένος τη μυρωδιά του μπράντυ και του καπνού. Έδινε ένα φιλί στην Έλσα που την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, αφού ελάχιστες φορές είχε κατορθώσει να μείνει ξύπνια περιμένοντάς τον. Ύστερα έβγαινε για λίγο στο μπαλκόνι να ανασάνει το γαλάζιο αεράκι της πρώτης αυγής και επέστρεφε στο δωμάτιο για να κάνουν έρωτα με τον υπνοβατικό ρυθμό των νυσταγμένων σωμάτων. Τον ξυπνούσε η κλιμάκωση των χαδιών τους και όσο πλησίαζε ο οργασμός τους ένιωθε βασανιστικά το πραγματικό δέσιμό του με αυτή τη γυναίκα μαζί με τα αυλάκια του ιδρώτα και τη βαριά οσμή του σάλιου στο δέρμα της.
Όταν τελείωναν ακουμπούσε απαλά το χέρι στον κρόταφό της, όπως κάνει μια μητέρα για να καταλάβει τον πυρετό του παιδιού της. Ήταν μια χειρονομία που τον διαβεβαίωνε αόριστα για τις γαλήνιες πλευρές αυτού του κόσμου. Είχε ανάγκη να πιστεύει σε έναν χώρο ελεύθερο από τον κυνισμό αντρών που γερνάνε τυλίγοντας τον πόνο τους σε χωμάτινα μαθήματα μισανθρωπίας. Τους είχε βαρεθεί όλους αυτούς με τις χαμένες ψευδαισθήσεις και τα απροσδιόριστα πολεμικά τους αδραγαθήματα. Παλιές, στερημένες γενιές, έτοιμες να κακολογήσουν τα εγγόνια τους.
Με την Έλσα θα ήταν αλλιώς η ζωή τους. Το ‘ξερε απ’ την αρχή, δεν το έλεγε όμως σε κανέναν, και προπάντων όχι σε κάποιον από τους πελάτες. Δεν ήταν τρελός να παραδεχτεί ότι αγαπούσε τη γυναίκα του μπροστά σε δικηγόρους που έγραφαν θεατρικά έργα, σε ηθοποιούς με τέσσερις γάμους και κατασκαμμένους από τη θλίψη συνταξιούχους δημοσιογράφους. Μα, τη σύζυγο βρήκες κι εσύ, καημένε, να ερωτευτείς, θα απορούσαν και αμέσως θα άρχιζαν να γνέφουν ο ένας στον άλλον, πιστεύοντας πως δεν τους βλέπει ο χαζός.
Δεν τους είπε τίποτα λοιπόν. Κράτησε τον έρωτά του για την Έλσα έξω από τα ανέκδοτα, τις αναμνήσεις και τους αλκοολικούς εκστασιασμούς. Τη διαφύλαξε μακριά από τις καμπαρντίνες και τα κόκκινα πλεχτά κασκόλ των ηρώων της νύχτας του.
Και τελικά, αυτό το μικρόσωμο κορίτσι από τα Ψαχνά Ευβοίας θα γινόταν ο κόσμος των απογευμάτων του, θα γινόταν μια ζωή που θα τη ζούσε σε έναν ακριβό ενδιάμεσο χρόνο: ανάμεσα στους κωματώδεις πρωινούς του ύπνους και στις νύχτες της δουλειάς.
απόσπασμα από το διήγημα η εκκρεμότητα είναι εκκρεμότητα του Νικόλα Σεβαστάκη από τον Άντρα που πέφτει· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.