Κάτω στο σοκάκι τσακώνονταν δυο γατιά. Άφησα το βιβλίο στο τραπέζι, τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και την πήρα μέσα στο σπίτι.
Έκλεισα την πόρτα με το πόδι μου, για να μη μας τρελάνουν τα κουνούπια, και αμέσως βούλιαξα το κεφάλι μου στο ντεκολτέ της, όπως άρεσε και στους δύο μας. Της έβγαλα το φανελάκι και βούτηξα ακόμα πιο βαθιά στο στήθος της. Και τότε ήρθαν αναπάντεχα στο μυαλό μου τα γεμιστά. Ρούφαγα τη μαλακή της σάρκα κι απ’ το μυαλό μου βολτάριζαν ντομάτες γεμιστές με ρύζι, όχι με κιμά, πιπεριές γεμιστές, μελιζάνες γεμιστές, ακόμα και κολοκυθάκια που δεν μου άρεσαν· με πατάτες, μέσα σε αυτό το μεγάλο ταψί με τα εξογκώματα που πιάνουν στις ράγες του φούρνου, για να μην ακουμπάει κάτω και να ψήνονται ομοιόμορφα, αργά αργά και ομοιόμορφα, όσο ομοιόμορφες ήταν κι οι θηλές της με τις οποίες έπαιζα με τα χέρια περιστροφικά σαν να γύριζα τα κουμπιά της κουζίνας προσπαθώντας να βρω τη σωστή θερμοκρασία και το κατάλληλο πρόγραμμα ψησίματος.
Βγάλαμε με το στόμα ό,τι ρούχο είχε απομείνει πάνω μας και ξαπλώσαμε σε 69, εκείνη από πάνω για να είναι άνετα. Είναι Καρκίνος κι εγώ την έχω ωροσκόπο. Δεν πιστεύουμε σ’ αυτά, αλλά το 69 είναι η αγαπημένη μας στάση και ψάχναμε δικαιολογία. Γύριζα τη γλώσσα μου μια δεξιόστροφα και μια αριστερόστροφα και μετά τη βύθιζα μέσα της, ενώ την κρατούσα ανοιχτή με τα χέρια μου κι εκείνη, που είχε αρπάξει γερά τη στύση μου και την περνούσε με τη γλώσσα της σαν πινέλο, βογκούσε και με δάγκωνε ελαφρά όταν της άρεσε. Το σαγόνι μου ακουμπούσε στην ήβη της και θα έπαιρνα όρκο πως όταν τα χείλια μου ακουμπούσαν στα δικά της, ερχόταν στο στόμα μου η γεύση από μακαρονάδα ριγατόνι, αυτή που φτιάχνει με τσιγαρισμένο σκόρδο και καυτερό τόνο και ρίχνει από πάνω και τριμμένη παρμεζάνα μόλις τη βάλει στο πιάτο· τριμμένη στο μικρότερο μέγεθος, σαν σκόνη, κι έτσι δεν λιώνει από πάνω όπως συνήθως τα τυριά, αλλά κάθεται σαν καρύκευμα, σαν πιπέρι και μπαίνει και μέσα στα ζυμαρικά και καθώς τα μασάς η γλώσσα σου συναντά κάτι ελαφρώς τραχύ που είναι ταυτόχρονα εξωτικό, πρωτόγνωρο αλλά και άκρως απολαυστικό.
Ξαφνικά φώναξε δυνατά, έσφιξε τα πόδια της πάνω στα μάγουλά μου, κουλουριάστηκε κι έπιασε να τρέμει κι εγώ έβαζα δύναμη στην κάτω γνάθο για να έχω χώρο να ανασάνω, όσο η μύτη μου υγραινόταν από τους χυμούς της. Όταν ξαναβρήκε τον έλεγχο του σώματός της, γύρισε αντίστροφα να με κοιτάει και κάθισε πάνω μου. Δεν ήταν μόνο το ότι ένιωθα πως τη γέμιζα ολόκληρη που με απογείωνε. Ήταν και το ότι την είχα ολόκληρη μπροστά μου να την κοιτάζω και να θαυμάζω ό,τι μου ήταν συνήθως κρυμμένο: οι λαγόνες της, που τώρα γυάλιζαν από τον ιδρώτα, η καλοφροντισμένη ήβη της και τα στήθη της, που μόλις πήγαινα να αγγίξω, μου πέταγε τα χέρια κάτω και τα έπιανε η ίδια, σαν μια τροφή που απαγορευόταν ακόμα και να αγγίξω. Έσκυψε να με αγκαλιάσει και να αλλάξει την κίνηση της λεκάνης της από μπρος-πίσω σε πάνω-κάτω. Κανονικά θά ‘πρεπε να μυρίζω τον ιδρώτα της να εισβάλει στα ρουθούνια μου και να κατεβαίνει στα πνευμόνια μου ταΐζοντάς τα να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Αλλά στη μύτη μου μπήκε η μυρωδιά από χοιρινή μπριζόλα, αυτή που ψήνεται για κάνα μισάωρο σε σιγανή φωτιά και θέλει γύρισμα κάθε τόσο για να μην ξεραθεί. Έβγαλα τη γλώσσα μου για να γλύψω το λαιμό της και να διώξω την ιδέα, αλλά ήταν λες και τα δόντια μου γεύτηκαν το ξεροψημένο λίπος στην άκρη κι έπειτα βυθίστηκαν στο κρέας που χωριζόταν ανάμεσά τους κι είχε ελαφριά τη γεύση από τα κάρβουνα της ψηστιέρας, αλλά ήταν σε κάθε περίπτωση μια μπριζόλα που όσο τη μάσαγες η γλώσσα σου χαιρόταν κι όταν έπρεπε να την καταπιείς ζητούσε απεγνωσμένα την επόμενη μπουκιά. Και μετά την επόμενη και την επόμενη και γινόταν όλο και πιο λαίμαργο όσο έβλεπες να τελειώνει.
«Μη βγεις, μη βγεις» επανέλαβε πολλές φορές κοφτά. Τύλιξα τα μπράτσα μου στην πλάτη της και την έσφιγγα όσο φώναζε κι η φωνή της με έφερε και μένα ψηλά. Στην κορυφή το μυαλό μου άδειασε, έκλεισα τα μάτια, πήδηξα νοερά στο κενό και λίγα δευτερόλεπτα μετά προσγειώθηκα σε ένα μαλακό κρεβάτι με ένα γλυκό σώμα τυλιγμένο γύρω μου, με γνώριμη μυρωδιά, γνώριμη γεύση, γνώριμη υφή, γνώριμο χρώμα και γνώριμους ήχους που χαλάρωναν όσο περνούσαν τα λεπτά. Σχεδόν μπορούσα να ακούσω τον πικρό της ιδρώτα να στεγνώνει στην απαλή, λευκή περιοχή γύρω από τον αφαλό της.
Σήκωσα το δεξί μου πόδι και το ακούμπησα στον πέτρινο τοίχο για να δροσιστεί. Άφησε το χέρι μου και μισοσηκώθηκε για να ελέγξει πάνω της ό,τι συνήθως ελέγχουν οι γυναίκες μετά το σεξ. Εγώ έψαξα το σορτσάκι μου, το ξεσφήνωσα από τη γωνία που είχε μπλεχτεί και το φόρεσα για να καλύψω τη γύμνια μου και να βγω στην ταράτσα.
Ο ήλιος είχε πέσει πίσω από τα σπίτια, αλλά η ματιά μου ταξίδευε μακριά, μια στη θάλασσα πέρα από το δάσος και μια στις ανεμογεννήτριες στην κορυφογραμμή. Λίγα σύννεφα σουλατσάριζαν εδώ κι εκεί, σαν πινελιές σε έναν καμβά που κρατούσε ακόμα μυστικό το θέμα του. Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα, αλλά διαπέρασε το νου μου ο ήχος απ’ το πέταγμα ενός κουνουπιού στο δεξί μου αυτί.
Άκουσα από μέσα τα βήματά της στο ξύλινο πάτωμα. Άνοιξε λίγο την πόρτα, στρίμωξε το κεφάλι της από τη χαραμάδα, κοίταξε πρώτα γύρω διερευνητικά, μετά εμένα και μου χαμογέλασε με τη φθινοπωρινή της αινιγματικότητα. Της χαμογέλασα κι εγώ που τη φαντάστηκα γυμνή πίσω από την πόρτα.
«Τι σκέφτεσαι;» μου λέει.
«Νομίζω πως πείνασα. Να παραγγείλουμε τίποτα;» τη ρώτησα.