Αν θυμώνει, αν φοβάται, αν πεινάει.

Πήγαινα, που λες, στο καφενείο τις Κυριακές και καθόμασταν, και μη σου πω ψέματα, κουβέντες πολλές δεν κάναμε. Γω μίλαγα δηλαδής κι αυτός μόνο που ‘ταν εκεί και έπινε και κάπνιζε. Τι τον ρώταγα, αν είχε κάνει οικογένεια, τι τα ‘κανε τα λιεφτά που μάζευε, άμα είχε δει κι άλλα μέρη στην Αμερική. Τίποτες. Μου ‘χε κάνει μεγάλη εντύπωση, γιατί ειδικά στην αρχή που ‘μουνα φρέσκος όλο για το χωριό μίλαγα, πώς μου λείπει το ‘να, πώς μου λείπει τ’ άλλο. Αυτός μια φορά δεν είπε, έτσ’ σαν άνθρωπος, α ρε, κι εγώ πολύ θα το ‘κανα κέφι να ‘χα αυτό απ’ την πατρίδα. Και σ’ Εγγλιέζο για να καταλάβεις να τα ‘λεγα, κάποια στιγμή θα ‘λεε κάτ’, ωραίο το χωριό σ’ έτσ’ όπως τ’ ακούω, κι εγώ θα ‘θελα να ‘βλεπα τη θάλασσα στη Βληχάδα που λες ότι είναι τόσο ωραία. Ο Αργύρης σαν τον μουγκό. Κι όχι ότι έδινε κάνα άλλο σημάδι να καταλάβω να πω ότι κάτι του ‘καναν όλα αυτά. Όχι, τίποτες. Σαν το ψάρι κοίταε, που δεν ξέρεις αν θυμώνει, αν φοβάται, αν πεινάει όπως τ’ άλλα τα ζωντανά. Ε, λοιπόν, σ’ το λέω, απ’ όλα σε αυτόν τον άνθρωπο αυτό ήταν το πιο τρομαχτικό. Στ’ αλήθεια μ’ έκανε να φοβάμαι, να ριγάει η ραχοκοκαλιά μ’, πώς το λένε. Αυτό που τόσα χρόνια στην ξενιτιά τη βαθιά την πατρίδα τ’ μια φορά δεν τη ζήλεψε. Μια φορά ν’ αναστενάξει που άκουσε να του λένε για κει που γεννήθκε, που άκουσε ένα τραγούδ’ που ‘χε χορέψει στη χαρά τ’. Τίποτες. Πιο μαύρο πράμα απ’ αυτό δεν έχω ματαπαντήσει. Να μη φοβάσαι ούτε έτσ’ δα λίγο την εξορία.

του Δημοσθένη Παπαμάρκου από το Γκιακ· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις αντίποδες.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *