Έκανε κρύο στην αυλή της φυλακής. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν μέσα στην απόλυτη άπνοια σαν χιλιάδες αλπινιστές αλεξιπτωτιστές που έπαιρναν μέρος σε μια τεράστια εισβολή στη Σοβιετική Ένωση από τον αέρα. Κάλυψαν σιωπηλά τις κρεμάλες και μετέτρεψαν το απλό γκρίζο γεωμετρικό σχήμα τους σε κάτι σχεδόν καλοκάγαθο, σαν λευκό μάλλινο ύφασμα στη χριστουγεννιάτικη φάτνη μιας ήσυχης επαρχιακής εκκλησίας ή μια στρώση σαντιγί σε μια τούρτα μπλακ φόρεστ. Οι δυο θηλιές που κρέμονταν από το παγωμένο σαν ζαχαρωτό δοκάρι θα μπορούσαν να είναι διακοσμητικό στοιχείο ενώ, από κάτω, τα λίγα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο θάνατο έμοιαζαν να έχουν φτιαχτεί πονόψυχα για ένα παιδάκι που δεν έφτανε να πλύνει τα χέρια του στο νιπτήρα.
Παρά το γεγονός που επρόκειτο να ακολουθήσει, ήταν δύσκολο να μη σκεφτείς τα παιδιά. Η φυλακή ήταν τριγυρισμένη από ρωσικά σχολεία ―ένα στη Φελντ, ένα στην Κίεβ και ένα στην Κράσνι Στράσε― και όπως πάρκαρα το αμάξι απέξω τα παιδιά έπαιζαν χιονοπόλεμο και τα γέλια τους γέμιζαν τον παγωμένο αέρα σαν φωνές αποδημητικών πουλιών. Στους δύο που περίμεναν να εκτελεστούν θα πρέπει να προκάλεσε επώδυνες αναμνήσεις πιο ευτυχισμένων στιγμών. Ακόμη και εγώ το βρήκα καταθλιπτικό και μου θύμισε τον άνθρωπο που ήμουν κάποτε και δεν θα γινόμουν ποτέ ξανά.
του Philip Kerr από τον Άνθρωπο χωρίς ανάσα· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.