Είναι η θάλασσά μου, που μπαίνω μέσα της και το μυαλό μου αρχίζει αμέσως να μπαίνει σε διαδικασίες που δεν μπορώ να ελέγξω. Να σβήνει αναμνήσεις, να δημιουργεί τα μέλλοντα, να συνδυάζει στοιχεία με πληροφορίες που δεν συνδυάστηκαν ποτέ. Να φτιάχνει ζωές και ρόλους για μας μέσα σε αυτές, ρόλους δύσκολους, επίπονους και αγνώριμους για εμάς.
Είναι το γέλιο σου που θέλω να ακούσω ξανά μέσα σε λίγους τοίχους, που λίγες φορές ακούστηκε κι όμως είναι σαν να μεγάλωσα με αυτό.
Είναι το χαμόγελό σου που έρχεται μπροστά μου σε κάθε μου βουτιά. Είναι που όταν μπεις σε ένα κομμάτι στη ζωή μου, δεν μπορώ μετά να σε αποσυνδέσω απ’ αυτό. Είναι που τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ τη θάλασσά μου χωρίς εσένα κι είναι που τώρα κάτι μου λείπει, κάτι μεγάλο.
Είναι το άρωμα του δέρματος: λίγο ξερό, λίγο απ’ το αντιηλιακό, λίγο ηλιοκαμμένο, λίγο απ’ το αλατισμένο νερό της βρύσης, λίγο απ’ το ιώδιο της θάλασσας που αρνείται να φύγει μέχρι την επόμενη μέρα.
Είναι το απόγευμα που φυσάει ένα ζεστό αέρα, που θέλει όσο τίποτα να με δροσίσει. Είναι τα κλειστά τα μάτια και η γεύση του παγωμένου στα δόντια, πριν η γλώσσα κολλήσει στην τραχιά επιφάνεια.
Είναι το μαγιώ σου στην απλώστρα, τα γυαλιά και το καπέλο σου στο τραπέζι, τα λευκά σου πόδια πάνω στη καρέκλα.
Είναι ο ήλιος που φεύγει από τα παράθυρα και η νύχτα που έρχεται και φέρνει τα κουνούπια. Είναι η μυρωδιά του μπισκότου στα πόδια και στα χέρια.
Είναι ο ουρανός που τρύπα-τρύπα αδειάζει από το φως και σκοτεινιάζει. Κι είναι το φως που ξανάρχεται πάνω σε μικρές πινέζες και κάνει τη ματιά πιο απέραντη, τις αναμνήσεις πιο βαριές και το μέλλον πιο ελαφρύ.
Είναι η ανάσα σου που μαρτυρά τα όνειρά σου, να φεύγουν για ταξίδια μακρινά και κοντινά, σε θάλασσες, βουνά και σύννεφα και βαθιά μέσα σου και μέσα μου, πριν έρθει το πρωί κι ανοίξουν πάλι τα μάτια σου.
Είναι που πάντα περιμένω κι ονειρεύομαι το καλοκαίρι μας.