Τέσσερα χρόνια έζησα έτσι με τη γριά· θα ήμουν περίπου δώδεκα χρονών όταν επιτέλους άρχισε να με εμπιστεύεται και τότε μου αποκάλυψε ένα μυστικό. Το πουλί γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό, που περιείχε ένα μαργαριτάρι ή ένα πολύτιμο λίθο. Είχα προσέξει από την αρχή ότι κάτι έκανε κρυφά μέσα στο κλουβί, αλλά δεν είχα ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα. Μου ανέθεσε λοιπόν να μαζεύω τα αυγά όποτε θα έλειπε και να τα τοποθετώ σ’ εκείνα τα τόσο παράξενα δοχεία. Άρχισε να απουσιάζει για μεγάλα διαστήματα· μου άφηνε την ανάλογη τροφή και έφευγε για εβδομάδες ή για ολόκληρους μήνες. Το μικρό ροδάνι μου βούιζε, ο σκύλος γάβγιζε, το θαυμαστό πουλί τραγουδούσε και γύρω μου υπήρχε απόλυτη ησυχία· όσο έμεινα εκεί, δεν θυμάμαι να φύσηξε ποτέ δυνατός άνεμος ή να ξέσπασε καταιγίδα. Κανένας οδοιπόρος δεν φάνηκε σ’ εκείνα τα μέρη ούτε κανένα αγρίμι πλησίασε ποτέ στο σπίτι μας· ήμουν ευχαριστημένη, γιατί οι μέρες περνούσαν κι εγώ είχα πάντα κάποια δουλειά να κάνω. Ίσως ο άνθρωπος να ήταν ευτυχισμένος αν μπορούσε να ζει έτσι ανενόχλητος ως το τέλος.
του Ludwig Tieck από το Ο ξανθός Έκμπερτ