Νιώθεις την ανάγκη να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Θέλεις χώρο και χρόνο. Χώρο για να αποστασιοποιηθείς και να δεις ψύχραιμα όσα τώρα δεν μπορείς. Χρόνο για να εμπεδώσεις αυτά που συμβαίνουν. Δεν χωράνε στο μυαλό σου. Δεν καταλαβαίνεις. Ρωτάς “γιατί;”, αλλά δεν παίρνεις απάντηση. Ούτε αυτό το καταλαβαίνεις. Σου φαίνεται οτι μένεις πίσω σε έναν αγώνα δρόμου, που δεν ήξερες οτι έπρεπε να τρέξεις. Κάνεις ο,τι μπορείς για να προφτάσεις τους άλλους. Αλλά δεν είσαι έτοιμος και δεν ξέρεις τους κανόνες. Δρας σπασμωδικά, κάνεις βλακείες εν γνώσει σου. Βγαίνεις για να ξεχνιέσαι, καταλήγεις να μεθάς περικυκλωμένος απο φελλούς που σε κουράζουν. “Νιώθεις πως είσαι ανασφαλής, σε κάθε κατάχρηση επιρρεπής. Σπρώχνεις ανθρώπους για να περάσεις και διώχνεις τις σκέψεις για να μην κλάψεις” και καταλαβαίνεις, βιωματικά πλέον, τους στίχους.
Δε βλέπεις λύση. Προσπαθείς να πάρεις μια βαθιά ανάσα. 1, 2, 3… Δεν μπορείς. Ξανά.
Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να εκφράσει καλύτερα αυτά που έχω τώρα στο μυαλό μου… ούτε καν μόνη μου δεν μπορούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου