Η μυρωδιά της φέτας της έφερνε ναυτία, και η μυρωδιά του κασεριού επίσης. Η υφή από τις ώριμες ντομάτες. Ο τρόπος με τον οποίο η κόρα του ψωμιού ακουμπούσε τον ουρανίσκο της όταν μασούσε. Το κους κους όμως δεν την πείραζε και αυτό έτρωγε, για πρωινό, για μεσημεριανό και για βραδινό. Μερικές φορές το ανακάτευε με γιαούρτι, μερικές φορές με μαρμελάδα φραγκοστάφυλο. Τη μάζευε απευθείας από το πιάτο με τα δάχτυλά της. «Όλη μου τη ζωή», έλεγε, «σιχαινόμουν το κους κους. Αλλά φαίνεται πως αρέσει στο μωρό».
Μιλούσαμε πολύ για το μωρό. Θα ήταν η πιο όμορφη, η πιο υγιής, η πιο δυνατή. Κοιμόμασταν λίγο, εξαιτίας των εμετών της Ελίφ, και περνούσαμε τις νύχτες μας επινοώντας ιστορίες. Θα παντρευόμασταν αμέσως μετά την αλλαγή του ονόματος. Ύστερα θα πηγαίναμε στις ΗΠΑ. Όλοι μου οι φόβοι αποδείχθηκαν αβάσιμοι ― μοιράστηκα το σχέδιό μου με την Ελίφ κι εκείνη είπε μόνο: «Το καλό που σου θέλω, ν’ αρχίσεις να μου μαθαίνεις αγγλικά».
Κι έτσι άρχισα. Συγκεντρώσαμε μερικές βασικές φράσεις ― Πεινάω. Διψάω. Πόσο κάνει ένα πακέτο κους κους; Ύστερα αρχίσαμε να ονοματίζουμε τον κόσμο γύρω μας ― γραφείο, καρέκλα, ουρανός, βουνό. Νιώθαμε σαν τους πρωτόπλαστους, δίνοντας πρόσωπο στα απρόσωπα.
«Συνειδητοποιείς, Αμερικάντσε», είπε η Ελίφ ένα βράδυ, «πόσο με έχεις του χεριού σου;» Μπορούσα να δημιουργήσω έναν ολοκαίνουργιο κόσμο για εκείνη. Έναν κόσμο στον οποίο το γραφείο θα ήταν μήλο, το μήλο παράθυρο, κι εκείνη δεν θα είχε τρόπο να το γνωρίζει. Θα έπρεπε να με πιστέψει.
«Κάν’ το», είπε ένα βράδυ. «Φτιάξε μου έναν καινούργιο κόσμο».
«Πώς το λένε αυτό;» είπε και διέτρεξε με τα δάχτυλά της την κουβέρτα.
«Ωκεανό», είπα εγώ, την πρώτη λέξη που μου ‘ρθε στο μυαλό.
Έτσι, τράβηξε τον ωκεανό ως τα πιγούνια μας, με την άμμο και τους υφάλους του, τις σπηλιές, τα βυθισμένα πλοία, τους χαμένους θησαυρούς, τους καρχαρίες, τις φάλαινες, τα δελφίνια και το πλαγκτόν.
«Κι αυτό;» είπε εκείνη κι έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά της.
«Ποτάμι».
Ακούμπησα τα χείλη μου στα νερά του, που ήταν δροσερά και με νανούριζαν. Πόσο εύκολο ήταν ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν’ αλλάξεις τον τρόπο που τον βλέπεις.
του Μιροσλάβ Πένκοφ από το Βουνό των Πελαργών· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.