Τα πόδια της σε ξένη γη

Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφουΣτα χρόνια που ακολούθησαν: φωνές-τζιτζίκια-βήματα-σαγιονάρες-γέλια-παφλασμοί-τρεχάλα του καλοκαιριού-μπάλα του μπάσκετ ν’ αναπηδά στο τσιμέντο. Οι Ντέγιαν κι οι Ζλάτκο κι οι Γκόραν να παίζουν με τα παιδιά τους μπάσκετ σχεδόν σα να χορεύουν μπαλέτο κι οι ντόπιοι κι οι ντόπιες να χάνουν ανάσες και καρδιοχτύπια. Τα παιδιά των ντόπιων θυμούνταν να κοκορευτούν ότι τάχα ήξεραν να παίζουν μόνο σαν έφευγαν οι ξένοι το φθινόπωρο. Στα φθινοπωρινά τσιμέντα μαζί με τη βροχή λιμνούλες η νοσταλγία για τα καρφώματα του Ντράγκαν και τα τρίποντα του Ζέλικο και τα μπαίσματα του Γεβγκένι. Λες και ξέμεναν οι σκιές τους στους δρόμους του Νιόφυτου ν’ αλωνίζουν καταχείμωνο. Εκείνες οι φωνές τους κι ο βαθύς τρόπος τους με τα σύμφωνα. Τα λιγωμένα πρόσωπα των κοριτσιών όπως έβλεπαν να πηγαίνουν όλοι οι Ιτς ―Γκαβρίλοβιτς και Ιβάνοβιτς και Στεφάνοβιτς και Ζόριτς― για μπάνιο. Μέχρι να ξεθυμάνει η μυρωδιά τους μαζί με τη μυρωδιά απ’ τα καλαμαράκια και το ούζο ξανάρχονταν με το καλοκαίρι, με σάρκα και οστά και με τη μυρωδιά του ιδρώτα τους και τις χορευτικές τους κινήσεις, ζωή ακαταμάχητη. Κάποιοι έγιναν σωστοί συγχωριανοί καλοκαιρίσιοι. Για όσους δεν ήρθαν ξανά, ήρθαν κι άλλοι, κι άλλοι, κι ανακατεύονταν οι γιουγκοσλάβικοι ιδρώτες στη θάλασσα με ιδρώτες αγγλικούς και γερμανικούς. Ο ξανθός κόσμος. Ο Ματθαίος στην είσοδο του παντοπωλείου, που μέσα σε δύο χρόνια μετατράπηκε σε σουπερμάρκετ με τη σχετική ταμπέλα απέξω και σωσίβια, μπρατσάκια και στρώματα θαλάσσης με ζωγραφιές κρεμασμένα στην είσοδο, ανάσαινε το μείγμα τους και το βάφτιζε καλοκαίρι. Μια αγγλίδα τού άλλαξε το όνομα σε Μάθιου. Τον φώναζε σερ Μάθιου και γελούσε ρυάκια κρύα κατευθείαν απ’ το βουνό. Όλη φακίδες, απ’ τη μύτη ως το ντεκολτέ, και στο μουνί της πάλι φακίδες θά ‘χε· το ήξερε η Μάγκι πως ο σερ Μάθιου αυτό σκεφτόταν. Κι η ροζ αγγλική γλωσσίτσα της να ξεπροβάλλει απ’ το στόμα της ατάραχη να γλείψει το παγωτό της. Κι αυτός να σκέφτεται ότι η γυναίκα του, μικροπαντρεμένη μ’ αυτόν το γέρο που ο Ματθαίος έβλεπε στον καθρέφτη του κάθε πρωί, δεν είχε φορέσει ποτέ της σορτσάκια και δεν είχε μοστράρει τα άλλοτε ωραία πόδια της σε ξένη γη. Δεν υπήρχε σε καμιά χώρα ένας ξεμωραμένος γέρος να τα βλέπει αστραπές να διασχίζουν τα αλτσχάιμερ, τα πάρκινσον, τους καρκίνους, τις αρθρίτιδες για να τον επαναφέρουν για λίγο σ’ ένα νησάκι-μπάλωμα της νεότητάς του. Το συρτάρι του μαγαζιού γεμάτο δραχμές και η καρδιά του άδεια από μέρη να θυμηθεί. Να θυμηθεί τι; Στον ύπνο του μόνο πού και πού άνοιγε ακόμα η γη το στόμα της και κατάπινε τον κόσμο. Σα ν’ άνοιγε άνθρωπος το στόμα του και να κατάπινε το δέρμα του το ίδιο.

της Μαρίας Ξυλούρη από τη Νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *