Η αντιγραφή

Στερέωσα την ομπρέλλα όρθια και σκούπισα τα πόδια μου καλά στο χαλάκι. Παρόλα αυτά τα ένιωσα να γλιστράνε ελαφρά στο ξύλινο πάτωμα, όταν έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Άναψα το φως, γιατί δεν είχε καν ξημερώσει καλά-καλά. Το γραφείο φωτίστηκε σαν να ήταν απόγευμα, αλλά χωρίς επισκέπτες στον καναπέ να περιμένουν. Σαν ένα απόγευμα, περασμένη η ώρα, κάποια Παρασκευή του Ιούλη ας πούμε. Αλλά ήταν Κυριακή, σε λίγες μέρες Χριστούγεννα και πελάτες δεν θα ξανάμπαιναν.
Άναψα τον υπολογιστή και περιμένοντας να ξεκινήσει έριξα μια ματιά στα κάδρα στον τοίχο. Ανάμεσά τους και το πιστοποιητικό θανάτου. Έξι χρόνια τώρα δεν κίνησε σε κανέναν την περιέργεια. Από όσους μπήκαν κανείς δεν ρώτησε, γιατί κανείς δεν το πρόσεξε. Θα μπορούσε να είναι άλλο ένα πτυχίο, μια άδεια ή μια διάκριση. Ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή αντήχησε στο άδειο γραφείο με το χαρακτηριστικό του, γρήγορο χρουτς χρουτς και η οθόνη έριξε ένα επιπλέον φως στον πίσω τοίχο. Ξεκρέμασα το πιστοποιητικό, το έβγαλα από την κορνίζα και το ακούμπησα στο γραφείο, πάνω στο ειδοποιητήριο της κατάσχεσης.
Αντέγραφα κάποια αρχεία από τον υπολογιστή που ήθελα να κρατήσω, όταν διαπίστωσα πως ήταν η ώρα. Τα μάτια μου πήγαν από μόνα τους στο παράθυρο, μήπως είχε φτάσει, αλλά το περβάζι ήταν ακόμα άδειο. Έψαξα στην τσέπη του παλτού, έβγαλα το τσαλακωμένο περιτύλιγμα της τυρόπιτας και άδειασα έξω τα ψίχουλα, προσθέτοντας παπαγαλίνη από το ντουλάπι. Κλείνοντας το παράθυρο τα δάχτυλά μου χάιδεψαν τα χρωματιστά αυτοκόλλητα με τα καρτούν που σε είχε πιάσει μανία να κολλάς παντού. Αν ζούσες, θα τα είχες ξεπεράσει αυτά. Τώρα θα πήγαινες Γυμνάσιο και θα έπρεπε να είχες σοβαρέψει. Να βάφεις τοίχους με σπρέυ και να τσακώνεσαι μαζί μου.
Έβαλα ένα ποτήρι νερό και κάθισα στο γραφείο. Αφαιρέθηκα να κοιτάω τον ήλιο να ξεπροβάλει ανάμεσα από δύο πολυκατοικίες κι ένιωθα τις κόρες των ματιών μου να μικραίνουν, όταν έφτασε. Τα φτερά του σκόρπισαν λίγα από τα ψίχουλα, αλλά τα βρήκε. Έφαγε και την τροφή του κι έπειτα κόλλησε το κεφάλι του στο τζάμι να με ψάχνει. Όταν κατάλαβε ότι είμαι μέσα, χτύπησε λίγες φορές με το ράμφος του. Του άνοιξα κι όπως κάθε φορά άρχισε να χοροπηδάει, να μου τσιμπάει το δάχτυλο που τον χάιδευα και να μου μιλάει.

Τη μέρα που πέθανες τον ελευθέρωσα. Ήρθα στο γραφείο, γιατί δεν μπορούσα να σε βλέπω να μην ανασαίνεις. Το πρώτο που έκανα ήταν να ανοίξω το κλουβί του για να βγει στο δωμάτιο. Ύστερα άνοιξα το παράθυρο διάπλατα. Εκείνος δίστασε για λίγο, αλλά ύστερα πέταξε και χάθηκε, σαν να κατάλαβε ότι ήταν πια μια θύμηση που δεν θα μπορούσα να αντέξω.
Μια εβδομάδα μετά, έβγαλα να τινάξω τον πάτο του κλουβιού στο παράθυρο. Κι εκείνος επέστρεψε κι αποφασίσαμε να κρατήσουμε τη σχέση μας εκεί, όπου μας βόλευε και τους δύο: σ’ ένα χάδι, σε λίγα λόγια και στο να φροντίζω να βγάζω έξω την ταΐστρα για τα Σαββατοκύριακα, τις άδειες και τις αργείες. Κι έτσι συνέχισα τη ζωή μου όσο πιο κανονικά μπορούσα.

Τον έσπρωξα χαλαρά με το δάχτυλο κι εκείνος πέταξε μακριά χορτάτος. Έκλεισα το παράθυρο και με τα χέρια πίσω από τη μέση μου κοίταξα έξω και χαμογέλασα στις κεραίες που αδυνάτιζαν από το φως και στους ηλιακούς θερμοσίφωνες, που τύφλωναν τη γύρω περιοχή ανεξέλεγκτα. Ένιωσα λίγο από το φως να με ζεσταίνει και να μου δίνει κουράγιο.
Η αντιγραφή στον υπολογιστή είχε τελειώσει. Έβγαλα το φλασάκι και τον έκλεισα. Έβαλα το πιστοποιητικό θανάτου και το κατασχετήριο σε ένα φάκελο, έβγαλα τον αναπτήρα μου, ξετάπωσα το μπιτονάκι κι η μύτη μου μούδιασε από τη μυρωδιά της βενζίνης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *