Ήταν αναγκασμένοι να κείτονται σιωπηλοί στο κρεβάτι τους, υποταγμένοι στους σωματικούς πόνους, που τους κατασπάραζαν ζωντανούς. Και για να χλευάσει, θαρρείς, τα πάθη τους, για να τους θυμίζει αδιάκοπα την αδυναμία τους, κρεμόταν στην κάτω άκρη κάθε κρεβατιού ο ετοιμοθάνατος Χριστός πάνω σ’ έναν πελώριο λευκό σταυρό μπροστά από έναν σκοτεινιασμένο ουρανό. Ο φτωχός Χριστός, αυτός που είχε σηκώσει θλιμμένα τους ώμους, όταν οι Ιουδαίοι του ζήτησαν να κάνει το θαύμα του: «Ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού». Και από τα τσακισμένα του μάτια, που είχαν αντικρίσει αμέτρητους αρρώστους πάνω σε όλα αυτά τα κρεβάτια, από το στόμα του, που, παραμορφωμένο από τον πόνο, είχε εισπνεύσει αναρίθμητες φορές το άρωμα των φριχτών πληγών, από τον κάθε πόρο αυτού του σταυρωμένου ληστή, ανάβλυζε μια νοσηρή εξάντληση, βουτώντας στο σκοτάδι τις ψυχές των αρρώστων και πνίγοντας όλα όσα δεν είχαν αποτελειώσει ακόμη ο θάνατος και η απόγνωση.
του Georg Heym από τον Ιωνάθαν (αφήγημα στο βιβλίο Ο Κλέφτης: Επτά αφηγήματα)· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη