Μια σχολή σαν τη νομική δεν είναι για μένα. Το σίγουρο είναι ότι δεν κάνω για δικηγόρος, πόσο μάλλον για δικαστής. Κι αυτό γιατί είναι κάμποσα ζητήματα στα οποία μού στρίβει και μού είναι αδύνατον να σκεφτώ λογικά. Για παράδειγμα, σεξουαλική κακοποίηση (πραγματικού) ανηλίκου. Αν μπορούσα να συνηγορήσω κάπως ώστε ο ένοχος να κρεμαστεί από τα πόδια στην πλατεία Συντάγματος, τρία εκατοστά πάνω από το συντριβάνι και να του δίνεται μια φέτα ψωμί και ένα ποτήρι νερό τη μέρα (σημ: να τα τρώει ανάποδα) για πέντε-έξι χρόνια ή μέχρι να ψοφήσει, θα το έκανα μετά περισσής ευχαρίστησης. Αυτά είναι τα απλά. Υπάρχουν και πιο σύνθετα.
Γιατί η δικαιοσύνη μπορεί να είναι μια μεγάλη γκαβούγκλα, αλλά ώρες ώρες το θέμα “αποδίδω δικαιοσύνη” το γουστάρω τρελά, κάτι που θα έχετε αρχίσει να καταλαβαίνετε από το ύφος του δημοσιεύματος. Όσο κι αν θέλω να φανώ λογικός, έχω κατακυριευτεί από ένα (φρούδο φαντάζομαι, αλλά απομένει να αποδειχθεί) συναίσθημα ευφορίας και ικανοποίησης. Θα τα ακούσατε για τα καθίκια που καταδικάστηκαν για τις χρηματικές υπεξαιρέσεις στο Πάντειο: γύρω στα οχτώ εκατομμύρια ευρώ που στα χαρτιά εμφανίζονταν ως μερίδες σίτισης για 177 φοιτητές και στην πραγματικότητα πήγαιναν με τη μορφή χαλιών, τζακιών, μαρμάρων και Φερράρι στις βίλες των αυτών των γλοιωδών τύπων που το έπαιζαν επί δεκαετίες καθηγητές και επιστήμονες. Ποινές από δέκα χρόνια ως ισόβια φυλάκιση και μερικές χωρίς αναστολή για ανθρώπους που μέχρι τώρα έβαζαν υπογραφές σε πτυχία. Ψώνιο!
Η αλήθεια είναι πως έχω ένα …κάτι με τους ιστάμενους σε θέσεις εξουσίας. Κάτι μού πάει στραβά, όταν καταλαβαίνω την ύπαρξή τους, καθώς ιδανικά δεν θα έπρεπε. Άρα κάτι έχουν κάνει, κάτι που δεν σχετίζεται με τη δουλειά τους. Ο διευθυντής που μπαλαμουτιάζει τη γραμματέα, ο πρύτανης που τσιμπουκώνει τον αρχιδαπίτη, ο καθηγητής που στέλνει τα γλυφτρόνια του να κάνουν μάθημα στη θέση του, ο μπάτσος που αφήνει τον κάγκουρα και τσιμπάει τον πάπια που πηγαίνει με δύο (2 km/h) στη δεξιά επειδή το κράνος του από κάτω δεν είναι δεμένο, και άλλα τέτοια μου τη βαράνε. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μη δίνει σημασία, με τη λογική ότι το πρόβλημα υπάρχει μόνο αν το παρατηρήσεις ως πρόβλημα και πράγματι τα καταφέρνω, αλλά όπως και νά ‘χει μερικές φορές μού τη βιδώνει. Και άσχημα.
Δεν πά’ να κλαίνε και να ωρύονται τα ξεφτιλοδικηγοράκια για πρωτοφανείς αποφάσεις που δεν συνάδουν με το πνεύμα των νόμων; Δεν πά’ να λένε οι καταδικασμένοι ότι δεν ξέρουν γιατί καταδικάστηκαν και να κάνουν τις πάπιες; Δεν πά’ να τραβάνε τα μάγουλά τους και να κλαίνε τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους στις κάμερες; Δεν πά’ να τον πίνουν οι παραθυράκηδες δημοσιογράφοι της κακιάς ώρας που τώρα το θυμήθηκαν και τώρα θα το ξεχάσουν; Δεν πά’ να σκάσει απ’ τα σουβλάκια κι ο Πάγκαλος που τούς κάλυπτε πριν από κάτι χρόνια; Εγώ μια φορά φαντάζομαι πρύτανη με άπειρες ομιλίες, συντονισμούς συνεδρίων, πτυχία, συστάσεις, άρθρα και μελέτες στο ενεργητικό του να τον παίρνει από πίσω στη φυλακή και την καταβρίσκω! Φαντάζομαι βολεψάκια υπάλληλο γραμματείας που πάει στο γραφείο στις 12:00 και φεύγει στις 13:00 με μούρη πλισέ από τα μπουκέτα πίσω από τα σίδερα και έχω λόγο να πέσω στο κρεββάτι χαμογελαστός! Σωστό ξεσωστό, λογικό ξελογικό, τουλάχιστον στη φαντασία μου αυτοί τώρα θα την πληρώσουν για όλα όσα περάσαμε και περνάμε στις σχολές μας!
Που να με πάρει ο διάολος, μια φορά ακόμα μόνο είχα χαρεί τόσο πολύ με καταδικαστική απόφαση: όταν παρακολουθούσα πριν από πολλά χρόνια τη δίκη των συνταγματαρχών της χούντας. Όπως και τότε έτσι και τώρα έχω να πω μοναχά ένα και το αυτό: ΤΟΝ ΠΟΥΛΟ, ΚΟΥΦΑΛΕΣ!