Το πάνω μέρος του ορίζοντα
Αργά το απόγευμα, όταν τα νερά σταμάτησαν να λάμπουν κι ο ήλιος πήγαινε να δύσει, βγήκε από τη θάλασσα με το παιδί της. Στήριξε το πορτοκαλί του σωσίβιο με δυο πέτρες, τον σκούπισε, του άλλαξε μαγιώ, του έβαλε φανελάκι και έτριψε τη μύτη της στη δική του. Τον ακούμπησε στην ψάθα της κι αυτός άρχισε