Έγειρα το κεφάλι στο μεγάλο γραφείο με τα κρυστάλλινα μελανοδοχεία χωρίς μελάνι, γιατί, όταν έγραφε τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων, χρησιμοποιούσε στιλογράφο που τον είχε μόνιμα βυθισμένο σε κάποια τσέπη. Έγειρα το κεφάλι θέλοντας να κλάψω αληθινά, πέρα απ’ τη βουβή οδύνη του συκωτιού μου, για όσες ζωές και ρόλους μ’ ανάγκαζαν να υποδύομαι. Κοίταζα τον Ιούδα στο μισοσκόταδο να δαγκώνει τα νύχια συντριμμένος απ’ τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, βουτηγμένος στην αδικία μιας προκαθορισμένης μοίρας.
Θυμάμαι που, μερικά χρόνια αργότερα, θα ‘χα μπει στα δεκατρία, πλενόμουν στο μπάνιο και στο σαλόνι η γιαγιά καθόταν με τη Χριστοφόρου κι έπαιζαν χαρτιά. Ήρθε, μισάνοιξε την πόρτα του μπάνιου και την ξανάκλεισε, αλλά επειδή είχε αρχίσει να βαριακούει, μιλούσε κάπως δυνατά.
«Μεγαλώνει, άρχισε να γίνεται ανήλικος. Σε λίγο θα γνωρίσει τη μοναξιά…» είπε της Χριστοφόρου και τ’ άκουσα κι εγώ κάτω απ’ τις πετσέτες.
Κι εγώ κι ο Ιούδας είχαμε ρόλους προκαθορισμένους. Τη μοναξιά, όμως, τη γνώριζα απ’ τα έξι, από τότε που η μαμά μ’ αγκάλιασε παράφορα και μου είπε:
«Δεν αντέχω την αγάπη, είμαι δυστυχισμένη και δυστυχισμένος είναι κάποιος που νιώθει σαν να τον κλείδωσαν ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού στο σπίτι. Όλα κλειστά. Παράθυρα, πόρτες και στην παγωνιέρα ούτε πάγος ούτε τίποτα. Αυτό είναι να ‘σαι δυστυχισμένος».
Το σκεφτόμουν και το ξανασκεφτόμουν για τ’ απογεύματα των καλοκαιριών μετά τις έξι, που όλη η ζωή είναι στο δρόμο και στα μπαλκόνια. Θέλησα να νιώσω δυστυχισμένος. Με γοήτευε η λέξη και η ένταση του απογεύματος με τη βαβούρα-πρόκληση κι εγώ μόνος, στην παγίδα του σπιτιού, ν’ ακούω ένα μάμπο ραδιοφωνικό με λατινοαμερικάνους από μακριά, πέρα απ’ την οδό Ερεσού, αφού εκεί εντόπιζα την πιο μουσικόφιλη οικογένεια της περιοχής. Σφύριζαν, άκουγαν ραδιόφωνο στη διαπασών, τραγουδούσαν μάγκικα… κι όλα αυτά μου ‘φερναν λύπη.
του Γιάννη Ξανθούλη, από Το ροζ που δεν ξέχασα