Όταν ανακοινώθηκε η αναχώρησή μας, η γυναίκα επέστρεψε στη θέση της αλλά δεν ακουμπούσε κανονικά στο κάθισμα για να συνεχίσει τη συζήτηση με τον άντρα. Δεν πρόσεχα τι έλεγαν, αλλά νομίζω ότι τον άκουσα να τη φωνάζει Μπέκι, ένα εύρωστο όνομα που ταίριαζε με τον μεταδοτικό, σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό της.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε, και όλα ήταν όπως έπρεπε , μέχρι που η γυναίκα ακούμπησε το μπράτσο μου και εδειξε τον άντρα στον οποίο μιλούσε νωρίτερα. «Έι» είπε, «βλέπετε αυτόν εκεί τον τύπο;» Τον φώναξε με το όνομά του-Έρικ, νομίζω-και ο άντρας γύρισε και κούνησε το χέρι του. «Βλέπετε, αυτός είναι ο άντρας μου, και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσατε να αλλάξετε θέση ώστε να καθίσουμε μαζί».«Χμ, για να πω την αλήθεια…» ξεκίνησα, και προτού τελειώσω, το προσωπό της σκλήρυνε και με διέκοψε, λέγοντας, «Τι; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό;»
«Λοιπόν» είπα, «κανονικά δε θα είχα κανένα πρόβλημα να αλλάξω θέση, αλλά κάθεται στον μπουλμέ, και τη σιχαίνομαι αυτή τη θέση».
«Πού κάθεται;»
«Στον μπουλμέ» εξήγησα. «Έτσι λέγεται η μπροστινή θέση».
«Ακούστε» μου είπε. «Δεν σας ζητάω να αλλάξετε επειδή δεν είναι καλή θέση. Σας το ζητάω επειδή είμαστε παντρεμένοι». Μου έδειξε τη βέρα της, και όταν έγειρα λίγο για να τη δω καλύτερα, τράβηξε πίσω το χέρι της, λέγοντας, «Καλά, τέλος πάντων. Ξεχάστε το».
Ήταν σαν να μου είχε κλείσει μια πόρτα στα μούτρα, και χωρίς λόγο, πίστεψα εγώ. Θα μπορούσα να έχω αφήσει τα πράγματα έτσι, αλλά εγώ προσπάθησα να το συζητήσω. «Η πτήση διαρκεί μόνο ενενήντα λεπτά» είπα, υπονοώντας ότι, μπροστά στην αιωνιότητα, ενενήντα λεπτά χωρίς τον άντρα της δεν ήταν και τόσο τρομερό. «Δηλαδή, τι, μήπως θα μπει στη φυλακή με το που θα προσγειωθούμε στο Ράλεϊ;»
«Όχι, δεν θα μπει στη φυλακή» είπε εκείνη, και στην τελευταία λέξη ύψωσε τη φωνή της, κοροϊδεύοντάς με.
«Κοιτάξτε» της είπα, «αν επρόκειτο για παιδί θα άλλαζα θέση». Και με έκοψε, λέγοντας, «Τέλος πάντων». Έκανε μια γκριμάτσα και γύρισε να κοιτάξει από το παράθυρο.
Η γυναίκα είχε αποφασίσει ότι ήμουν ένας κόπανος, από αυτούς που αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε χάρη σε κάποιον άλλο, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Απλώς προτιμώ η χάρη να είναι δική μου ιδέα, και να με κάνει να νιώθω καλός κι ευγενικός, κι όχο πιεσμένος. Οπότε όχι. Άσε την να κρατάει μούτρα, αποφάσισα.
Ο Έρικ είχε σταματήσει να κουνάει το χέρι του, και μου έκανε νόημα να ειδοποιήσω τη Μπέκι. «Τη γυναίκα μου» σχημάτιζε άηχα τις λέξεις. «Θέλω να μιλήσω στη γυναίκα μου».
Δε μπορούσα να το αποφύγω, κι έτσι σκούντησα τη γυναίκα στον ώμο.
«Μη με αγγίζεις» είπε εκείνη, όλο θεατρικότητα, λες και της είχα ρίξει μπουνιά.
«Θέλει να σας μιλήσει ο άντρας σας»
«Αυτό δε σας δινει το δικαίωμα να με αγγίζετε».
Η Μπέκι έλυσε τη ζώνη της, σηκώθηκε όρθια, και μίλησε στον Έρικ με έναν δυνατό θεατρικό ψίθυρο: «Του ζήτησα να αλλάξει θέση, αλλά δεν το κάνει»
Ο Έρικ έγειρε το κεφάλι του, που στη νοηματική σημαίνει: «Πώς κι έτσι;» κι εκείνη είπε, πολύ πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν, «Γιατί είναι μαλάκας, να γιατί».
Μια ηλικιωμένη γυναίκα στη σειρά με τις μονές θέσεις με κοίταξε, κι εγώ έβγαλα το σταυρόλεξο των Times από την τσάντα μου κάτω από το κάθισμα. Αυτό πάντα σε κάνει να φαίνεσαι λογικός, ειδικά το Σάββατο, που το σταυρόλεξο είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Το πρόβλημα είναι ότι χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση, και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ εγώ ήταν αυτή η Μπέκι.
Δεκαεφτά οριζόντια: μια λέξη με δεκαπέντε γράμματα που σημαίνει διαφώτιση. «Δεν είμαι μαλάκας» έγραψα, και χωρούσε.
Πέντε κάθετα: Ινδιάνικη φυλή με οκτώ γράμματα. «Εσύ είσαι».
Κοίτα αυτό τον έξυπνο άνθρωπο, με πόση ευκολία συμπληρώνει το σταυρόλεξο, φανταζόμουν ότι σκέφτονταν όλοι. Πρέπει να είναι ιδιοφυΐα. Γι’ αυτό δεν άλλαζε θέση για να κάνει τη χάρη σε αυτήν την καημένη. Ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε.
Είναι αξιολύπητο το πόση σημασία δίνω στο σταυρόλεξο των Times, που είναι εύκολο τη Δευτέρα, και γίνεται όλο και πιο δύσκολο όσο προχωράει η εβδομάδα. Περνάω δεκατέσσερις ώρες για να λύσω το σταυρόλεξο της Παρασκευής, και μετά το κουνάω μπροστά στη μούρη κάποιου και απαιτώ να μου αναγνωρίσει τη διανοητική μου ανωτερότητα. Πιστεύω ότι σημαίνει πως είμαι πιο έξυπνος από τους άλλους, αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει απλώς πως δεν έχω τι να κάνω με τη ζωή μου.
του David Sedaris, από το Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Υ.Γ. Μάλλον θα ανακηρυχθεί σε βιβλίο-έμβλημα και θα πάρει και τη Χρυσή Πιστοποίηση “artech”
μπράβο σου μάστορα, πολύ ωραίο το μπλογκ σου