Ο συγκάτοικός μου στην εστία είναι από τη Λευκορωσσία, κάτι για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος για κάμποσο καιρό. Τα γερμανικά του δεν είναι τόσο καλά, οπότε μου συστήθηκε λέγοντας πως είναι από τη «Λευκή Ρωσία» και το είπε με το ύφος που θα έλεγε κάποιος ότι κατάγεται από το δύσμοιρο Κονγκό ή από το εξωτικό Κρανίδι. Το διασταύρωσα όμως έπειτα αναφέροντάς του την πρωτεύουσα της χώρας του, κάτι για το οποίο είμαι πάντα σίγουρος χάρη στη συγχωρεμένη πια (από ποιον μη ρωτάτε) δασκάλα μας, η οποία μάς έβαζε στο μάθημα της γεωγραφίας να αποστηθίζουμε τις χώρες με τις πρωτεύουσές τους, χωρίς όμως γνωρίζουμε και κατά πού ―έστω στο περίπου― πέφτουν. Κροατία, Ζάγκρεμπ. Μάλτα, Βαλέτα. Περού, Λίμα. Και πάει λέγοντας.
Ο Λευκορώσσος συγκάτοικός μου λοιπόν λέγεται Αντρέι κι εγώ μεταξύ μου τον αποκαλώ «σάπιο». Είναι πεντακάθαρος στο μπάνιο, ήτοι δεν κάνει κακά του στο νιπτήρα ούτε τσίσα του στο ταβάνι, ενώ ανεβάζει το καπάκι της τουαλέτας πριν κάνει εμετό και μαζεύει τις τρίχες μετά το ντους. Σημειωτέον πως έχει δύο σαμπουάν, ένα για την πυτιρίδα και ένα για την απώλεια μαλλιών, πλένει τα χέρια του με πράσινο σαπούνι, ενώ για το σώμα του δεν έχω καταλήξει ακόμη και ομολογώ πως διστάζω να τον ρωτήσω. Φοράει σταυρουδάκι, έχει μαλλιά ως το σβέρκο που ενίοτε πιάνει με λαστιχάκι, μιλάει γερμανικά με μια γαμιστερή προφορά που φωνάζει από μακριά «στα αρχίδια μου» και που προσπαθώ μάταια να υιοθετήσω, ενώ από μουσική ακούει ψιλοηλεκτρονική, ψιλορώσικη ψιλοράπ, το Zombie των Cranberries, το soundtrack της Αμελί Πουλέν (πάντα μ’ αρέσει να το γράφω στα ελληνικά αυτό) και τους δρόμους της φωτιάς του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ο οποίος έχει ευτυχώς δηλώσει πως αισθάνεται περισσότερο Γάλλος παρά Έλληνας, για να μας φύγει η σκασίλα. Μαθαίνει κι αυτός γερμανικά και από το Σεπτέμβρη θα σπουδάσει βιομηχανικό σχέδιο, ενώ προς το παρόν ζωγραφίζει σε χαρτόνια με νερομπογιές γυμνές γυναίκες, φάτσες και τον Μπομπ το Σφουγγαράκη, όλα με μαφιόζικη τεχνοτροπία.
Το μόνο του πρόβλημα είναι στην κουζίνα, όπου είναι τόσο μπίχλας όσο όλοι οι κάτοικοι του ορόφου μαζί. Λάδια και λίπη από τα φαγητά, μαχαιροπίρουνα και πιάτα με λεκέδες κάθε χρωματισμού, ακαθόριστα κομματάκια και διάφορα μισοψημένα απομεινάρια από φαγητά τα οποία πετάγονται από το φαγητό και παραμένουν εκεί, τα οποία πρέπει να είναι αυτά που συντηρούν αυτή τη μορφή ζωής πίσω απ’ την κουζίνα που δεν έχει μεγαλώσει ακόμα αρκετά για να βγει στο φως. Διαθέτει ένα τηγανάκι που χωράει μισή μερίδα φαγητό και ένα πολύ περίεργο σκεύος, σαν μικρή μαρμιτούλα, στο οποίο ή φτιάχνει σούπα ή ζεσταίνει νερό για τον καφέ του. Την πρώτη φορά που το είδα τον ρώτησα πόσες φορές έχει καεί μ’ αυτό, μου απάντησε καμία και την επόμενη φορά που έβρασε νερό του χύθηκε όλο πάνω στα πόδια του και μας άκουσαν ως το Μινσκ. Το ίδιο βράδυ σκέφτηκα να κλειδώσω το δωμάτιό μου οταν θα έπεφτα για ύπνο, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω όταν μου ευχήθηκε καληνύχτα.
Ο δικός του χώρος στο ψυγείο περιέχει μοναχά αντικείμενα προς βρώση με ποσοστό λίπους άνω του 50% και πενταψήφιο αριθμό θερμίδων, ενώ ανάμεσα στα μπαχαρικά και στις σάλτσες που έχει παραταγμένα στο τραπέζι της κουζίνας έχει και ένα μπουκάλι ή καλύτερα μια νταμιτζάνα με τσίλι, η οποία αδειάζει με ταχύτατους ρυθμούς, αλλά δεν έχω διαπιστώσει από πού γεμίζει. Όπως ο Χριστός ―βοήθειά μας― έκανε το νερό μπράντυ, ίσως να μπορεί κι αυτός να κάνει τα τσίσα του τσίλι. Αγνοώ. Πάντως η μαγειρική του περιέχει πάντα γενναίες δόσεις τσίλι κι αυτός είναι κι ο βασικός λόγος που δεν του έχω προτείνει ποτέ να μαγειρέψουμε μαζί. Φαντάζομαι πως οι ανοχές του απέναντι στο τσίλι είναι όπως των Ιρλανδών απέναντι στο ποτό, ενώ εγώ αν έτρωγα το μισό απ’ όσο καταναλώνει τούτος, θα είχα ήδη κάνει δυο φορές το γύρο του κόσμου πετώντας. Μετά από μια-δυο εβδομάδες πάντως πήρε παράδειγμα από μένα και αγοράζει έκτοτε και κάνα λαχανικό, το οποίο όμως μαγειρεύει με βούτυρο στο τηγάνι με δέκα οκάδες μπαχαρικά και φυσικά τσίλι. Αντιστοίχως βέβαια κι αυτός παραξενεύεται ακόμα από διάφορες συνήθειές μου, όπως π.χ. από το πόση σαλάτα τρώω και δη ωμή κι από το πόσα μακαρόνια και ρύζι φτιάχνω, το τελευταίο μάλιστα αφαιρώντας το από τα περιέχοντα σακουλάκια και βράζοντάς το σαν άνθρωπος.
Ο σάπιος είναι εδώ με τους φίλους του, τους οποίους ακόμη δεν έχω καταφέρει να μετρήσω, πάντως κυμαίνονται ανάμεσα στους επτά και στους δέκα. Ο πλέον άξιος αναφοράς ―παρόλο που, αν ξέρει ελληνικά, θαρρώ πως παίζω το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα― είναι ένας τύπος στο ύψος μου, λίγο πιο αδύνατος από μένα, με πάντα φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο και κεφάλι, με φωνή σαν τα ζόμπι από το Resident Evil 1, ο οποίος φοράει μόνιμα, ακόμη και το βράδυ, ακόμη και μέσα στο σπίτι μεγάλα μαύρα γυαλιά, χωρίς κατά τα φαινόμενα να είναι τυφλός. Ο θρύλος λέει πως κάποιος τον είδε κάποτε χωρίς μαύρα γυαλιά, αλλά δεν έζησε για να μας το διηγηθεί, ενώ στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, εκδόσεις Μεταίχμιο, στην πεντακοσιοστή έβδομη σελίδα που τυπώθηκε μόνο μια φορά εκ παραδρομής και τώρα βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιο του Βατικανού σύμφωνα με τον Dan Brown, αναφέρεται πως η καταστροφή θα λάβει τέλος κι η Δημιουργία θα ξαναρχίσει όταν «ο Ρώσος βγάλει τα μαύρα του γυαλιά και τραγουδήσει το “What a Wonderful World” του Armstrong». Δεν χτυπά ποτέ το κουδούνι, αλλά πάντα την πόρτα, όχι πολύ δυνατά, ούτε πολύ αδύναμα, τσααακ στη μέση, με ένα ρυθμό που είναι σαν να λέει «Ήρθα. Ετοιμάσου». Μερικές φορές μου έχει πει «Hallo, mann» (sic).
To καλύτερο βέβαια προϊόν των κρατών του πρώην και οσονούπω πάλι Υπαρκτού Σοσιαλισμού, που εξάγεται επιμελώς χάρη στις φροντίδες του Καπιταλισμού, του ΔΝΤ, του ΟΗΕ και της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι οι γυναίκες. Έχω συνολικά ανοίξει σε τρεις διαφορετικές γυναίκες, όλες τους ξανθές, είτε με βυζί ως το κούτελο είτε με σορτσάκι ως τον αφαλό, οι οποίες χωρίς να έχουν εξαιρετικά σώματα είναι κινητά συντριβάνια φερορμόνης. Ο Γιουλ Μπρύνερ της προηγούμενης παραγράφου επί παραδείγματι έχει μία γκόμενα, την οποία όταν φοράει τακούνια μπορεί ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος να θηλάσει. Περπατούν κάθε μέρα μαζί προς το Ινστιτούτο, πιασμένοι χέρι χέρι, ενώ αυτή κουνάει τον πισινό της από το ένα αυτί στο άλλο κι αυτός της κρατάει πάντα με το άλλο χέρι την τσάντα. Υπό άλλες συνθήκες, αν έβλεπες έναν άντρα με γυναικεία τσάντα, θα είχες κάποιο αστείο να κάνεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να είσαι ο Χαβιέ Μπαρδέμ και νά ‘χεις τη θάλασσα μέσα σου ή να τα έχεις τόσο μεγάλα που να παίζεις βόλευ. Μπιτς βόλευ. Επειδή συνήθως περπατώ κάμποσα μέτρα πιο πίσω τους κι επειδή ομολογουμένως ένας κώλος που κουνιέται έτσι, όπως κι αν είναι, θα τραβήξει τη ματιά σου, στην αρχή από φόβο μη γυρίσει κανείς τους και με δει κοιτούσα πάντα στο πλάι και ή κάπου σκόνταφτα ή με έπιανε ψύξη. Μετά από κάποιες μέρες διαπίστωσα ότι δεν τους πολυενδιαφέρει, ότι οι γυναίκες απ’ αυτό το μέρος της γης περπατούν έτσι από φυσικού τους, οπότε άρχισα να κοιτάω μπροστά, αλλά έπρεπε πια να προσέχω διπλά, γιατί το βήμα μου επιτάχυνε από μόνο του.
Ένα κυριακάτικο πρωινό κάποιος τους είχε γενέθλια κι ο Αντρέι είχε αναλάβει να φυλάξει στο ψυγείο μας από την προηγούμενη μέρα την τούρτα. Κάμποσα λεπτά μετά απ’ τις 7:00 που σηκώθηκα εγώ κι ο σάπιος ήταν στο δεύτερο όνειρο ακόμα, χτυπάει δειλά δειλά η πόρτα, ανοίγω εγώ με την τσίμπλα στο μάτι και ιδού, στέκεται στο κατώφλι μου μια άλλη Λευκορωσσίδα απ’ την παρέα τους, φορώντας κοντό φουτεράκι χωρίς σουτιέν, κολλητή φόρμα γυμναστικής, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω και με την κοιλιά έξω, κάνοντάς μου νόημα να μην ξυπνήσω τον Αντρέι, ενώ εγώ πήγαινα απλά να κρατηθώ από κάπου, γιατί από την απότομη στύση μπαλαντζάρισα. Μου ζήτησε να τη βοηθήσω να βγάλει την τούρτα και να βάλει τα κεράκια· το τι άκουσα εγώ ας το αφήσουμε καλύτερα. Στο παλάτι που έχουμε για κουζίνα και που χωράει μόνο ένας άνθρωπος, εδώ χωρέσαμε τρεις: η Λευκορωσσίδα, εγώ και τον τρίτο μαντέψτε τον. Ανοίξαμε την τούρτα, βγάλαμε τα κεράκια, τα τοποθετήσαμε αργά και βασανιστικά, πήγα να ανάψω ένα ακουμπώντας το με το δάχτυλο, αλλά μετά σκέφτηκα πως δεν θα ήθελε να τα ανάψει ακόμα, οπότε της δάνεισα τον αναπτήρα μου, εννοώντας τη μικρή συσκευή με το γκάζι που ανάβουμε τα τσιγάρα. Γύρω στο μεσημέρι, αφού έγινε η φιέστα, μου έφερε ο σάπιος πίσω τον αναπτήρα μου καθώς και ένα κομμάτι τούρτα και μου είπε ―άκουσον, άκουσον, πάταξον― «σ’ ευχαριστώ που βοήθησες τη φίλη μου», ενώ η γυναίκα (που λέγεται Κάτια) από εκείνη τη μέρα με χαιρετάει, όταν βρισκόμαστε μάτι με μπούτι στο διάδρομο.
Η τούρτα ευτυχώς δεν είχε τσίλι.