Αν κάποιος πάει να κατοικήσει σε μια πόλη, συνήθως θέλει να διηγηθεί τις εντυπώσεις του αμέσως, μετά τις πρώτες δυο μέρες σίγουρα. Άλλοι μιλούν σχετικά αν περάσει μια εβδομάδα κι άλλοι γράφουν αφού επισκεφθούν το σουπερμάρκετ, μια μπυραρία, ένα ξενυχτάδικο, ένα εστιατόριο, ένα κατάστημα μουσικής, έναν οίκο ανοχής και πράξουν τα σχετικά μ’ αυτά τα μέρη. Νομίζω πως η καλύτερη ευκαιρία για να γράψει κανείς για τον τόπο που μένει είναι αφού θα έχει τελειώσει σ’ αυτόν ένα χαρτί υγείας. Μπορεί και περισσότερα προφανώς, ανάλογα με τις ανάγκες του, αλλά τουλάχιστον ένα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με σαφήνεια, ούτε καν στον εαυτό μου, αλλά θεωρώ πως οι σχέσεις ενός ατόμου με μια μέχρι τότε ξένη προς αυτό πόλη ή χώρα παίρνουν σταθερή μορφή και γίνονται άξιες λόγου αφού συντελεστούν μερικές βασικές λειτουργίες. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες, αλλά όπως και να το κάνουμε οποιοσδήποτε μπορεί να ψωνίσει ποτά, φαγητά κι ανθρώπους μέσα σε μία μέρα, ενώ όταν κάθεσαι στη λεκάνη ή πάνω απ’ αυτήν ή σε οποιαδήποτε τέλος πάντων στάση σε σχέση με τον απόπατο (στην κοινωνική ανθρωπολογία ήμουν πάντα σκράπας) αποκτάς μια πιο βαθιά κι ουσιαστική σχέση με τον τόπο και το κωλόχαρτο μετρά αυτό ακριβώς το βάθος.
Βρίσκομαι στη Λειψία της Σαξονίας της Γερμανίας της Ευρώπης μια γουρουνότριχα περισσότερο από ένα μήνα, έχω τελειώσει ήδη δυο ρολλά χαρτιού υγείας, αύριο θα αρχίσω το τρίτο κι επειδή μυρίζομαι αμφιβολίες να ξεπηδούν έχω να δηλώσω πως κάποιες μέρες ανακουφίζομαι στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό· όχι στις ράγες, διατίθενται υπερλούξ ανακουφιστήρια έναντι €1 ανεξαρτήτως διάρκειας παραμονής. Τις πρώτες μέρες σκεφτόμουν να κάνω αίτηση για ελευθέρας. Βρίσκομαι εδώ για να κάνω εντατικά μαθήματα στη γλώσσα και να ξοδέψω το μαύρο χρήμα που κέρδισα τον περασμένο χρόνο με κόπο κι ιδρώτα των μαλακών μορίων μου απ’ το κάτσε-κάτσε.
Παρόλο που σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο γκρεμίζεται κι από ένα κτήριο και χτίζεται ένα άλλο (παραλλήλως κι από το ίδιο συνεργείο), εντούτοις για κάποιον παράξενο λόγο δεν έχω ακούσει ποτέ τρυπάνια, μπετονιέρες και κάθε τι σχετικό και θορυβώδες. Είναι σαν να παίζει κάποιος Sim City στο mute. Τα κτήρια είναι βαμμένα σε αποχρώσεις του μπεζ με κεραμίδια σε αποχρώσεις του κεραμιδί και έχουν πόρτες εισόδων αρκετά μεγάλες αν θες να βγεις βόλτα ινκόγνιτο, ντυμένος ξυλοπόδαρος κλόουν του τσίρκου με δύο φώκιες που ισορροπούν τέσσερις ακροβάτες πάνω από το κεφάλι σου. Δεν έχει μετρό και ευτυχώς, γιατί βρίσκω τη μυρωδιά κατουροξεραμένης λαδίλας πολύ μπας κλας για μια ευρωπαϊκή πόλη. Αν δεν μπορούν να έχουν μετρό σαν της Αθήνας, ας μην έχουν καθόλου, γιατί ως γνωστόν, όταν οι Έλληνες είχαμε μετρό οι λοιποί μάζευαν μπανάνες, ούτε καν από τα δέντρα, αλλά αυτές που είχαν πέσει κάτω. Έχει όμως αρκετά λεωφορεία και πολλές πολλές γραμμές τραμ, κάθε μία από τις οποίες εκτελεί τέσσερα δρομολόγια, τρία πέναλτι και επτά φιγούρες στον πάγο αλά Κωστάλα στο χρόνο που το αθηναϊκό τραμ χρειάζεται για να πάει από τη μία στάση στην επόμενη, χωρίς να μετράμε το άνοιξε-κλείσε των θυρών. Λεωφορεία δεν έχει χρειαστεί ως τώρα να χρησιμοποιήσω και γενικά το αποφεύγω όπως και σε όλες τις μεγάλες απολίτιστες ευρωπαϊκές πόλεις, μιας που δεν αισθάνομαι καλά να δείχνω στον οδηγό το εισιτήριό μου όταν μπαίνω, γιατί θεωρώ ότι χάνεις το μισό σασπένς της διαδρομής.
Υπάρχουν επίσης και δύο γραμμές προαστιακού που πηγαίνουν από το κέντρο η μία στα αριστερά κι η άλλη στα δεξιά του συγκοινωνιακού χάρτη της Λειψίας. Το μηχάνημα αυτόματης έκδοσης σχετικών εισιτηρίων φαντάζει από τα 10 μέτρα απλό κι τα 5 μέτρα ανησυχητικό, ενώ από απόσταση αφής (ή αναπνοής για τους πρεσβύωπες) είναι σαν τον Αλ Πατσίνο που μόλις ανακάλυψε ότι ο επτάχρονος αδελφός σου είναι αυτός που δολοφονεί δωδεκάχρονα κορίτσια του Bundesland μετά τη δωδέκατη ημέρα της περιόδου τους και πριν στο πει (ο Αλ) έχει καπνίσει δύο χασισόδεντρα κι έχει πιει από την κάβα της γειτονιάς ό,τι ποτό ήταν σε μπουκάλι από μαύρο γυαλί. Ευτυχώς οι ημερήσιες κι οι μηνιαίες κάρτες μπορούν να εκδοθούν από τα μηχανήματα του LVB που έχουν πληροφορίες στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα τούρκικα και στα ελληνικά. Όχι, τώρα, ειλικρινά: το πίστεψες το τελευταίο; Τα εισιτήρια των ΜΜΜ είναι πανάκριβα και καλά κάνουν γιατί τα τραμ γαμάνε και τα λεωφορεία σοδομίζουν, ενώ παράλληλα οι δύο γραμμές του S-Bahn κάνουν πεο- και αιδοιολειχία. Κι αν θέλεις το φουλ πακέτο απόλαυσης, ξυπνάς το πρωί, πετάς ένα βελάκι στο χάρτη της Γερμανίας, σημειώνεις το στόχο, πας στο σταθμό, βγάζεις εισιτήριο και φεύγεις σε τρία, δεκατρία ή τριαντατρία λεπτά. Αν η αναμονή είναι περισσότερη, μόλις έχασες το τραίνο· ας έτρεχες.
Ο περί ου ο λόγος σταθμός ―και μ’ αυτόν θα κλείσω γι’ απόψε― είναι ο παράδεισος της επανένωσης της Γερμανίας: τεραστίων διαστάσεων, μπορείς να το φωτογραφίσεις μόνο αν έχεις κολλητό στη Google, μιας που δεν χωράει ούτε σε fish-eye φακό, γερμανικού γούστου (μόνο πόρτες, παράθυρα και τούβλα ―τύφλα νά ‘χουν τα τρία γουρουνάκια) με 29 αποβάθρες, 29.000 μαγαζιά, 29.000.000 είδη φαγητού, 29 στην 29η είδη γλυκών και δύο σέξι φωνές που κάνουν τις ανακοινώσεις, μπορείς να φύγεις από ‘κεί τετράπαχος, χρεωμένος σε τέσσερις τράπεζες και με στύση επίμονη για τις επόμενες τέσσερις ώρες.
Κι επειδή σε λίγο περισσότερες από τέσσερις ώρες πρέπει να ξυπνήσω, πάω να την πέσω. Περισσότερα όταν δεν θα βαριέμαι. Όνειρα γλυκά και καλό κατεβόδιο (sic)!
“…ο επτάχρονος αδελφός σου είναι αυτός που δολοφονεί δωδεκάχρονα κοριτσιών του Bundesland μετά τη δωδέκατη ημέρα της περιόδου τους..” you made my day! 🙂 απλά απολαυστικό!
Πού να το ζήσεις κιόλας!