Ο Neil Postman έγραφε (κι εγώ θα παραθέσω με τελείως αντιακαδημαϊκό τρόπο) πως πρώτα οι ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, έπειτα η τηλεόραση και τέλος το διαδίκτυο ως μέσα ενημέρωσης, τοποθετημένα στη σειρά αυτή λόγω χρονικής ακολουθίας αλλά και έντασης του χαρακτηριστικού τους, παρουσιάζοντας εικόνες και γεγονότα από διάφορα μέρη του κόσμου, δημιουργούν στους αναγνώστες των κειμένων τους μια ελλιπέστατη εικόνα για τον κόσμο. Μιας που το πιθανότερο είναι ο αναγνώστης να μην τήν επαληθεύσει ή τή διαψεύσει ποτέ (αφού, ακόμη κι αν επισκεφθεί μια «ξένη» χώρα για την οποία μαθαίνει εδώ και χρόνια, η κοινωνική πραγματικότητα δεν θα τόν αγγίξει πέρα από το ελάχιστο, θα παραμείνει ένας επισκέπτης με ημερομηνία αποχώρησης), η μοναδική του πηγή ενημέρωσης παραμένει το εκάστοτε παρεισφρυτικό μέσο (ή συνδυασμός αυτών), απαραίτητο πια για τον ίδιο ως το μοναδικό μέσο τροφοδότησης με εικόνες-παυσίπονα της περιέργειας. Πληροφορίες, ειδήσεις και γεγονότα, που είτε τα ξέρεις είτε όχι δεν θα αλλάξει τίποτα στη ζωή σου, πέρα απ’ το να γίνεις ίσως λιγότερο παραγωγικός και να καταντήσεις να εξαρτάσαι σαν πρεζόνι απ’ τη δόση σου, που είναι είτε οι εικόνες απ’ τον εμφύλιο στο Κονγκό, είτε η αναπαραγωγή των κανγκουρό της Αυστραλίας, είτε η τελευταία έκδοση του iPhone. Πέρα από το ότι η διαλογή των προς προβολή γεγονότων εναπόκειται στην κρίση μερικών ανθρώπων ανά μέσο, έρχεσαι μόνιμα μπροστά σε μια εικόνα ζωής την οποία είτε θα ήσουν πολύ ηλίθιος αν επέλεγες να ακολουθήσεις είτε δεν έχεις αρκετά λεφτά για να τήν ακολουθήσεις σαν ηλίθιος. Η ηλιθιότητα παραμένει και στα δύο στοιχεία ως μεταβλητή είτε εξαρτημένη είτε ανεξάρτητη.
Όχι τόσο γι’ αυτόν το λόγο όμως, μα περισσότερο από περιέργεια σε συνδυασμό με μια γενικότερη αίσθηση πνευματικού τιγκαρίσματος, αποφάσισα τον τελευταίο καιρό να καταβάλω προσπάθεια να απομακρύνω τις άχρηστες πληροφορίες απ’ τη ζωή μου. Τα κενά που δημιούργησαν το διάβασμα των εφημερίδων, η προσύλωση στα RSS (το χρονικό μήκος της οποίας για τον κάθε άνθρωπο έχει καταντήσει θέμα σύγκρισης σε μια εξαιρετικά ευτράπελη εξέλιξη των δημοσίων λουτρών ως προς το αμφισεξουαλικότερο ―Πωπω, κοίτα τη Ράνια, κάθεται δύο ώρες και διαβάζει τα RSS της!), η παρακολούθηση των γεγονότων και η ανάγνωση μελετών επί τούτων κ.ά. με έκπληξη διακρίνω πως καλύφθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από εκφάνσεις της τέχνης: παίζω περισσότερη κιθάρα, ανακαλύπτω νέους μουσικούς, πηγαίνω σε φεστιβάλ και σε κάποιες εκθέσεις, ενημερώνομαι για τα καλλιτεχνικά νέα ανά τον κόσμο και βλέπω για παράδειγμα πως, ενώ χέστηκα για τον Ομπάμα και τους λοιπούς του κλώνους, ένας πίνακας της Betty Parsons μπορεί να με κινήσει παρόλο που προέρχεται απ’ την άλλη άκρη του κόσμου και είναι και κατά γενική ομολογία ακαταλαβίστικος. Φαντάζομαι πως σε άλλους ανθρώπους, πιο συγκροτημένους από μένα (που με το ζόρι περνάω το όριο), η απομάκρυνση εαυτών από τις άχρηστες πληροφορίες μπορεί να κινήσει άλλες διεργασίες, δημιουργικότερες και παραγωγικότερες.
Φαινομενικά λίγο μα πραγματικά καθόλου άσχετα με το παραπάνω παρατηρώ και κατά κάποιο τρόπο απολαμβάνω τη μοναδικότητα των διαύλων μεταφοράς (ταξιδιού πια) των μηνυμάτων. Γι’ αυτό και εξαιτίας αυτού άρχισα πρόσφατα να ακούω πολύ ραδιόφωνο, αλλά πολύ λίγους σταθμούς, μιας που δεν αρέσκομαι στο να χαριεντίζομαι με ουρλιαχτά, πλαστικά γέλια και γεγέδικα mp3. Αυτός που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των ακροάσεών μου είναι το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ: μουσική διαφόρων ειδών αλλά υψηλής καλλιτεχνικής αξίας με παραγωγούς που είναι άριστοι γνώστες της και εξαιρετικά μεταδοτικοί στα μηνύματά τους, όποια ώρα κι αν τους ακούς με οποιαδήποτε διάθεση. Όλοι πλην του αγγλολόγου, κυπρολόγου και ποδοσφαιρολόγου Χρ. Μιχαηλίδη, ο οποίος αναπαράγει τις ίδιες ανούσιες πληροφορίες σε οποιοδήποτε μέσον κι αν εργάζεται, διανθισμένες με προσωπικές του απόψεις επί διαφόρων θεμάτων της επικαιρότητας που ελάχιστα αφορούν ανθρώπους με μέσα αποθέματα σύνεσης και παιδείας. Αυτός ο παραγωγός για παράδειγμα θα ταίριαζε γάντι στο ΣΚΑΙ, στον οποίο, αντιστρόφως του Τρίτου, μοναχά μια εκπομπή αξίζει, αυτή του Γ. Ξανθούλη κάθε Σαββατοκύριακο 12:00-13:00, την οποία παρακολουθώ επαχθώς ανάμεσα στα διαλείμματα με διαφημίσεις και εκφώνηση ειδήσεων από δεξιά κι αριστερά. Ο ΣΚΑΪ φερ’ ειπείν είναι ένας σταθμός που αναπαράγει και δεν παράγει: αναπαράγει βλακώδεις απόψεις μιας δήθεν σκεπτόμενης πιάτσας, ενώ οργανώνει παρέα με τα υπόλοιπα μέσα που βρίσκονται στην ίδια ομάδα συμφερόντων events αφύπνισης της κοινωνικής ηθικής (ενώ παράλληλα βασίζεται σε κλασικά εθνικιστικά τρικ τύπου «κλάψε και πανηγύρισε για την Εθνική Ελλάδος μόνο στον ΣΚΑΪ»), την ίδια στιγμή που οι εκφωνητές του στερούνται βασικών γνώσεων γραμματικής και σύνταξης και τέλος «σκαλώνει» με διάφορα πράγματα σε εβδομαδιαίο κύκλο. Την τελευταία εβδομάδα για παράδειγμα προέβαλλε μόνιμα μέσω των διαφημίσεων-ειδήσεων και των ειδήσεων-διαφημίσεων την απομάκρυνση των διαγωνιζόμενων αυτοκινήτων του Ράλλυ Ακρόπολις (του μοναδικού σοβαρού μηχανοκίνητου αθλητικού γεγονότος) από τις καρβουνιασμένες περιοχές ανά την Ελλάδα, με την ίδια ένταση και το ίδιο απλοϊκό ποιόν επιχειρημάτων που προέβαλλε ο Μιχαηλίδης σε τρεις συναπτές εκπομπές του την απαγόρευση του καπνίσματος.
Ο ΣΚΑΪ είναι ένα λαμπρό παράδειγμα ενός πολυσυλλεκτικού μέσου ενημέρωσης που περιλαμβάνει εφημερίδα, ραδιόφωνο, τηλεόραση και ιστοσελίδα με βίντεο, φωτογραφίες και ένα σωρό άλλα. Ορμώμενο από το γεγονός ότι είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός έχει την ικανότητα να παρουσιάζει την ίδια είδηση από διάφορους διαύλους, χρονίζοντάς την κάθε φορά ώστε να είναι κατάλληλη για απορρόφηση απ’ τον αναγνώστη άνευ σκέψης ή συλλογισμού. Και φυσικά δεν είναι το μοναδικό. Όπως ακριβώς στα γερμανικά καταλαβαίνεις αν το ρήμα είναι χωριζόμενο από τον τονισμό του, έτσι και στην επικοινωνία αντιλαμβάνεσαι αν πίσω από το μέσο κρύβεται μοναχά το χρήμα από την ύπαρξη ή όχι ειδησεογραφικών δελτίων (με δύο εξαιρέσεις σε αμφότερες τις περιπτώσεις). Τέτοια είναι τα μέσα τα οποία καταρχήν θα πρέπει να αποφύγει κάποιος αν επιθυμεί να πειραματιστεί με τις επιδράσεις των πληροφοριών πάνω του. Όχι τόσο γιατί οι πληροφορίες είναι άχρηστες, αλλά γιατί είναι συγκεκριμένης μορφής, άρρηκτα διαμορφωμένες σε ένα δεδομένο πλαίσιο θέασης (και κατασκευής, αν θέλετε) της πραγματικότητας, το οποίο διαπνέεται από την ταχύτητα και την άκρατη ισότητα που μετράται πια σε δευτερόλεπτα, την επιβολή της εικόνας πάνω στο λόγο, την απλή παράθεση και όχι τη διαλεκτική πλοκή, ενώ από άποψη περιεχομένου το συνηθέστερο μοτίβο είναι η βία και η εντάσεις (σε όλα τα επίπεδα).
Αν ακούτε ή διαβάζετε καθημερινά ειδήσεις, αναρωτηθείτε το εξής: πόσες από τις προχθεσινές ειδήσεις μπορείτε να θυμηθείτε; Πόσες από προηγούμενες ημέρες; Αν βλέπετε τηλεόραση, απλά αγνοήστε τις παραπάνω ερωτήσεις. Ποια ήταν η τελευταία φορά που θυμάστε μια ευχάριστη είδηση (ένα τεχνολογικό επίτευγμα, μια πνευματική προσπάθεια, ένα νέο καλλιτεχνικό ρεύμα) που να αντιμετωπίστηκε με χαμόγελα από την πλευρά των εκφωνητών και ως τροφή προς σκέψη και αναζήτηση από μέρους σας; Θεωρείτε πως αξίζει να σπαταλάτε χρόνο για κάτι που αφενός δεν θυμάστε και αφετέρου δεν σας προσέφερε τίποτα ουσιαστικό σε βάθος χρόνου; Τι κερδίζετε από τη γνώση σας για έναν πόλεμο ή για μια οικολογική καταστροφή, από τη στιγμή που δεν θα κάνετε απολύτως τίποτα ουσιώδες για να αλλάξετε προς το καλύτερο το γεγονός αυτό; Τι έχετε να κερδίσετε από το γεγονός ότι η Apple θα βγάλει νέο μοντέλο iPhone από τη στιγμή που το προηγούμενο ακόμα κοστίζει όσο μια πολυτελής εβδομάδα διακοπών σε μια πρωτεύουσα της Ευρώπης, όσο ο βασικός μισθός στην Ελλάδα ή ακόμα χειρότερα όσο χρειάζεται για να τραφούν σωστά δέκα άνθρωποι για πάνω από ένα μήνα; Τι άλλαξε στη ζωή σας αφού μάθατε (αν θεωρήσουμε ότι τα μάθατε στην πραγματικότητα) για τις υποκλοπές της Vodafone, για τις τσαχπινιές του Ζαχόπουλου και για τα αυθαίρετα του Σουφλιά; Μήπως θεωρείτε ότι άλλαξε κάτι στις ζωές αυτών;
Τα παραπάνω δεν είναι ρητορικές εξυπνάδες, αλλά ερωτήσεις που έκανα σε μένα μια μέρα ψάχνοντας τι μου πηγαίνει στραβά. Όχι ότι το βρήκα, αλλά τουλάχιστον πήρα μια πιο ισορροπημένη κλίση. Το σημαντικότερο που νομίζω πως κέρδισα, είναι ότι ξαναβρήκα ένα μεγάλο μέρος από τη φαντασία μου. Διαβάζοντας βιβλία, ακούγοντας μουσική, σουλατσάροντας κλπ τα τελευταία δυο χρόνια έφερνα στο νου μου τις ίδιες εικόνες και έκανα τις ίδιες σκέψεις. Τον τελευταίο όμως καιρό κάθε άκουσμα, κάθε κείμενο, κάθε ερέθισμα είναι για μένα μια νέα εμπειρία, αφού αισθάνομαι τις αισθήσεις μου και πάλι φρέσκες: μπορώ να φέρω στο νου μου με λεπτομέρειες το δικαστικό μέγαρο από τη Δίκη του Κάφκα όπως και τα σόλα του βιμπραφωνίστα και του μπασίστα των Jacoustic Inc που παρακολούθησα προχθές στο φεστιβάλ της τζαζ στην Αθήνα. Αναγκαστικά όμως, αφού είμαστε μέρος αυτής της πραγματικότητας και ζούμε απ’ αυτήν, ο καθένας μας σε διαφορετικό βαθμό, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να μπούμε και πάλι στη ροή των γεγονότων. Απλά οι αισιόδοξοι μπορούν να ελπίζουν πως με όλο και περισσότερα τέτοια διαλείμματα απ’ την πραγματικότητα, κάποια στιγμή θα είμαστε αρκετά δυνατοί για να τήν αλλάξουμε.