Ο Γκορμπατσόφ ήρθε στην εξουσία τη χρονιά που η Γκαλίνα άρχιζε τα μαθήματα μπαλέτου, κι έφερε μαζί του την γκλάσνοστ, την περεστρόικα και την ντεμοκρατιζάτσιγια. Οι μανάδες μας ψιθύριζαν λίγο πιο δυνατά, κι εμείς, καθώς περνούσαμε από την πρώιμη στην ώριμη εφηβεία, βρίσκαμε τη φωνή μας. Σιγά σιγά αποκτήσαμε τη σύνεση να είμαστε επιφυλακτικές· ο κομματάρχης της πόλης μας ήταν όσο σκληρός και ο διοικητής του στρατοπέδου, κι όπως ακριβώς οι καινούργιες ποπ επιτυχίες, έτσι και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις έφταναν σε μας πολύ αργότερα από τη στιγμή που διακηρύσσονταν στη Μόσχα. Το χειμώνα, όταν ο ήλιος χανόταν κάτω από την τρίμηνη νύχτα, μαζευόμασταν σε πάρκα και αλάνες, κάτω απ’ τα σκουριασμένα μεταλλικά κλαδιά του Λευκού Δρυμού, ζεσταινόμασταν σε εγκαταλειμμένες πολυκατοικίες και καφετέριες περνώντας η μία στην άλλη κουρελιασμένες σαμιζντάτ σελίδες του Σολζενίτσιν και του Μπρόντσκι, χορεύαμε με το δίσκο των Κουίν που είχε φέρει απ’ την Ευρώπη ένας δάσκαλος βιολιού, δεύτερος ξάδερφος κάποιου απ’ την παρέα, και φορούσαμε μαυραγορίτικα Levi’s που σε όλες μας έδειχναν καλύτερα απ’ όσο μας πήγαιναν. Ανταλλάσσαμε παλιά ριόμπρα ―πλευρικοί δίσκοι, οστική μουσική, σκελετικά τραγούδια―, δηλαδή, απαγορευμένη ροκ του 50 και του 60 που γραφόταν από φωνόγραφο πάνω σε εκτεθειμένες ακτινογραφίες και παιζόταν σε πολύ χαμηλή ένταση. Ραδιογραφίες σπασμένων πλευρών, εξαρθρωμένων ώμων, κακοήθων όγκων, συμπιεσμένων σπονδύλων κόβονταν σε όχι και τόσο τέλειους κύκλους, η μουσική εντυπωνόταν στην ακτινογραφική επιφάνεια, η κεντρική τρύπα ανοιγόταν με την κάφτρα ενός τσιγάρου, κι ήταν καταπληκτικό να ξέρεις ότι αυτές οι εικόνες ανθρώπινου πόνου μπορούσε να κρύβουν στ’ αυλάκια τους έναν ήχο τόσο καθαρό και χαρούμενο όσο η φωνή του Μπράιαν Ουίλσον. Οι γονείς μας έλεγαν αυτή τη μουσική «καπιταλιστικό μίασμα», λες και οι καρκινικές μάζες στις ακτινογραφίες είχαν προκληθεί από ένα τραγούδι ηχογραφημένο στην άλλη άκρη του κόσμου και όχι από τη μόλυνση που έβγαινε απ’ τις υψικαμίνους έξω απ’ τα παράθυρά μας, δωρεάν για όλους.
Τα καλοκαίρια, η καταστροφή της γης διαπότιζε τα σύννεφα. Κίτρινη ομίχλη σαβάνωνε την πόλη σαν βερνίκι εκτεθειμένο στον αέρα. Διοξείδιο του θείου υψωνόταν απ’ τους Δώδεκα Αποστόλους, και τα δώδεκα καμίνια σχημάτιζαν κύκλο γύρω από μια λίμνη βιομηχανικών αποβλήτων. Η βροχή έκαιγε το δέρμα μας. Η ρύπανση στερεοποιούνταν σε κάτι σαν πηχτή οροφή που δεν άφηνε να περάσει το φως των αστεριών. Το φεγγάρι ανήκε πια στο παρελθόν για το οποίο μας μιλούσαν οι γιαγιάδες μας. Εμείς αξιοποιούσαμε το καλοκαίρι όπως μπορούσαμε: μέρες χωρίς σχολείο, νύχτες χωρίς σκοτάδι. Πρώτα ραντεβουδάκια, πρώτα φιλιά, πρωινά μπιμπίκια στον καθρέφτη, τρίχες εκεί που δεν τις θέλαμε. Αναλογιζόμασταν την ακτινογραφία ενός καρκίνου στον πνεύμονα που ήταν το άλμπουμ Surfin’ Safari, στοχαζόμασταν για τους τρόπους που έχει ένα σώμα να προδώσει την ψυχή του, κι αναρωτιόμασταν μήπως και η ενηλικίωση ήταν κάτι παθολογικό. Ερωτευόμασταν και ξε-ερωτευόμασταν με πυρετώδη συχνότητα. Γινόμασταν σταθερά ο άνθρωπος που αργότερα θα μετανιώναμε ότι είχαμε γίνει.
του Anthony Marra από τον Τσάρο της Αγάπης και της Τέκνο· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.