Η ληστεία, τα ΜΜΕ και η παραβίαση των νόμων

της Άντας Ψαρρά από την Εφημερίδα των Συντακτών

Τώρα που το αδηφάγο δημοσιογραφικό «πνεύμα» καταλάγιασε εξασφαλίζοντας τελικά την υπόσχεση Μητσοτάκη για μια ακόμα περισσότερο άγρια ποινική μεταχείριση του κάθε μικρού ή μεγάλου παραβάτη του νόμου και φυσικά πάντα με τη βοήθεια της δεοντολογίας στην ενημέρωση, έχει νόημα να ξαναδούμε το πώς μια ληστεία στο Φάληρο, ο τρόμος που βίωσαν οι κάτοικοι του σπιτιού, η αναστάτωση και το κυνηγητό στην περιοχή, η καταδίωξη των ληστών, η «θανατική» ποινή για τον έναν που έπεσε στο κενό και, τέλος, ο πανικόβλητος ληστής που κρύφτηκε για πολλές ώρες μέσα σε μια ντουλάπα έγιναν η αφορμή για να παραβιαστούν βάναυσα και κατά συρροήν όλοι οι νόμοι προστασίας των δικαιωμάτων συλληφθέντων και κατηγορουμένων.

Ολα αυτά με πρόσχημα την ασφάλεια και κύριο στόχο την αποδόμηση ενός νόμου που συνέβαλε στην καλυτέρευση των άθλιων συνθηκών μέσα στις ελληνικές φυλακές.


Μιλάει σήμερα στην «Εφ.Συν.» ο συνήγορος του ενός από τους ληστές του Φαλήρου, δικηγόρος Δημήτρης Παπακωνσταντόπουλος, για την «κάλυψη» της υπόθεσης από τα ΜΜΕ. Ο ίδιος δεν θέλησε να μας μιλήσει ειδικά για τον πελάτη του εφόσον είναι σε εξέλιξη η δικαστική διαδικασία.

«Με δεδομένο ότι και οι κατηγορούμενοι σε όλα τα επίπεδα της ποινικής προδικασίας και διαδικασίας εξακολουθούν να έχουν την ανθρώπινη ιδιότητα, γεγονός το οποίο κάποιοι το ξεχνούν (αγνοώντας την πιθανότητα να βρεθούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους και οι ίδιοι κατηγορούμενοι), είμαι βαθύτατα απογοητευμένος, γιατί και σε αυτή την περίπτωση παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων, ποδοπατήθηκε το τεκμήριο αθωότητας και εξευτελίστηκαν δημόσια κατά τρόπο βάναυσο».

«Δημιουργία κλίματος»

Ο κ. Παπακωνσταντόπουλος ανέφερε ένα προς ένα τα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της ελληνικής νομοθεσίας περί προβολής από τα ΜΜΕ μιας παρόμοιας είδησης, που παραβιάστηκαν: σεβασμός στο τεκμήριο αθωότητας, να μην περιέχουν τα ΜΜΕ κρίσεις για πρόσωπα που φέρονται ως ενεχόμενα ή ύποπτα σε έκνομες πράξεις, να μη μεταδίδουν εικόνες προσώπων και πειστηρίων, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, να μη μεταδίδουν ονοματεπώνυμα που δημοσιοποιεί μόνον η εισαγγελική αρχή, να μην αναφέρονται σε προηγούμενες καταδίκες κ.λπ.

«Οι απαγορεύσεις αυτές αποσκοπούν στο να αποτρέψουν τη δημιουργία κλίματος αγανάκτησης κατά κατηγορουμένων, δηλαδή κατά προσώπων που δεν έχει κριθεί η ενοχή τους, διότι αυτό προσβάλλει βάναυσα το τεκμήριο αθωότητας και πιέζει όχι απλά για την ενοχή τους, αλλά για εξοντωτική τιμωρία τους», σημείωσε ο συνήγορος και συμπλήρωσε:

«Στην παρούσα περίπτωση επαναλήφθηκε η συνηθισμένη εικόνα των τηλεοπτικών συνεργείων, να κυνηγούν κυριολεκτικά τους κατηγορουμένους κατά την προσαγωγή τους, ενώ εκείνοι έδιναν μάχη να κρύψουν τα πρόσωπά τους. Κατά παράβαση του νόμου ακούστηκαν σε ορισμένα τηλεοπτικά μέσα βαρύτατοι χαρακτηρισμοί (περί ρωσικής μαφίας) και υποτιμητικά σχόλια για τους κατηγορουμένους, εντελώς παράνομα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδα και μάλιστα συρραμμένα τμήματα εγγράφων της προανάκρισης, στο ένα εκ των οποίων περιεχόταν το ονοματεπώνυμο του εντολέως μου.

Πρόσκαιρη κάθειρξη

»Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι κατονομάστηκε πρόσωπο ως επικεφαλής της αποκαλούμενης μαφίας φερόμενο ως φυγόποινο, ενώ το πρόσωπο αυτό κρατείται επί σειρά ετών στις φυλακές. Εφτασαν στο σημείο να δημοσιεύσουν φωτογραφία του νεκρού με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του, συνοδευόμενη με απαξιωτικά σχόλια χαρακτηρίζοντάς τον αδίστακτο δολοφόνο κατά συρροή, χωρίς να μπουν στον κόπο να σκεφτούν ή να αναζητήσουν γιατί ο εν λόγω άνθρωπος είχε καταδικαστεί σε πρόσκαιρη κάθειρξη και όχι σε ισόβια, όπως λογικά θα αναμενόταν σε περίπτωση διπλής ανθρωποκτονίας, και χωρίς να συνεκτιμούν το προφανές ότι αυτός ο φερόμενος “αδίστακτος δολοφόνος” προτίμησε να επιχειρήσει να διαφύγει με κίνδυνο της ζωής του και όχι να εμπλακεί σε αιματηρό επεισόδιο».

● Ποια είναι η άποψή σας για το γεγονός ότι η συγκεκριμένη υπόθεση χρησιμοποιήθηκε ως πίεση για αλλαγή του νόμου Παρασκευόπουλου;

«Πράγματι είναι κοινή διαπίστωση ότι εξ αφορμής της υποθέσεως αυτής επιχειρήθηκε αυστηρή και άδικη κατά τη γνώμη μου σε πολλές περιπτώσεις κριτική του νόμου αυτού. Ομως ο νόμος αυτός, που είναι νόμος του ελληνικού κράτους, από ουσιαστικής πλευράς πέραν της αποσυμφόρησης των φυλακών αγγίζει, κατά την κρίση μου, πραγματικά στην ουσία το πρόβλημα της αντιμετώπισης των ανθρώπων που καταδικάστηκαν και κρατούνται όχι με τις καλύτερες, κατά γενική ομολογία, συνθήκες στις φυλακές.

»Κατ’ αρχάς και πριν από τον νόμο αυτό προβλεπόταν η υφ’ όρον απόλυση των κρατουμένων πριν από την έκτιση της ποινής, αφού η κοινωνία των κρατουμένων είναι μια κοινωνία ανθρώπων και μέσω της διαδικασίας αυτής οφείλουν να επιβραβεύονται όσοι έχουν μια πολύ καλή συμπεριφορά στις δύσκολες αυτές συνθήκες διαβίωσης εντός της φυλακής. Αλλωστε ο νόμος αυτός έχει δρακόντειες προβλέψεις για όσους παρανομούν στη συνέχεια εντός του χρόνου δοκιμασίας.

»Επειδή σκοπός κάθε συστήματος κράτησης που θέλει πραγματικά να είναι σωφρονιστικό δεν είναι η ιδρυματοποίηση των ανθρώπων, αλλά η επανένταξή τους στην κοινωνία, σαφώς ο νόμος αυτός είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αντιμετωπίζει τους κρατουμένους ως ανθρώπους με δικαιώματα και υποχρεώσεις και όχι σαν μιάσματα. Η πολιτική της επανένταξης είναι η υποχρέωση της πολιτείας, δικαίωμα των αποφυλακιζομένων και όφελος της κοινωνίας και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει η ελληνική πολιτεία να στρέψει την προσοχή της».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *