Εκείνος με τη σειρά του, έφερε στην Οξφόρδη μια συλλογή από δίσκους που ήθελε να την κάνει να τους αγαπήσει. Κάθισε εντελώς ακίνητη και άκουσε υπομονετικά, με κλειστά μάτια και υπερβολική συγκέντρωση, τον Τσακ Μπέρι. Εκείνος πίστευε ότι δεν θα της άρεσε το «Roll over Beethoven», μα εκείνη το βρήκε ξεκαρδιστικό. Της έπαιξε τις «αδέξιες μα αξιόλογες» διασκευές των τραγουδιών του Τσακ Μπέρι από τους Μπιτλς και τους Ρόλινγκ Στόουνς. Προσπάθησε να πει κάτι επαινετικό για όλα, μα χρησιμοποιούσε λέξεις όπως ζωηρό, εύθυμο ή εγκάρδιο, και ο Έντουαρντ κατάλαβε ότι προσπαθούσε απλώς να φανεί ευγενική. Όταν της είπε ότι δεν «έπιανε» πραγματικά το ροκ εντ ρολ, κι ότι δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει να προσπαθεί, παραδέχτηκε ότι αυτό που δεν άντεχε ήταν τα ντραμς. Όταν οι μελωδίες ήταν τόσο στοιχειώδεις, κυρίως σε απλό ρυθμό τεσσάρων τετάρτων, προς τι αυτός ο ανηλεής πάταγος, κρότος και ορυμαγδός προκειμένου να κρατηθεί το τέμπο; Ποιος ήταν ο λόγος, τη στιγμή που υπήρχε ήδη μια ρυθμική κιθάρα και συχνά πιάνο; Εάν οι μουσικοί είχαν ανάγκη να ακούν το ρυθμό, γιατί δεν έπαιρναν ένα μετρονόμο; Τι θα γινόταν εάν το Κουαρτέτο Ένισμορ έπαιρνε έναν ντράμερ; Τη φίλησε και της είπε ότι πρέπει να ήταν το πιο παρωχυμένο άτομο σε ολόκληρο το δυτικό πολιτισμό.
«Όμως μ’ αγαπάς», του είπε.
«Γι’ αυτό σ’ αγαπώ».
του Ίαν ΜακΓιούαν από το Στην Ακτή· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.