«Αυτή τη φορά δεν έχει επιστροφή» σκεφτόταν ο Σαν Βισέντε. «Τώρα θα με στείλουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Κούβα» έλεγε με το νου του. Και αυτό σήμαινε ότι θα άλλαζε η μία φυλακή με μία άλλη φυλακή, σίγουρα δίχως την ομορφιά της θαλασσινής αύρας να περνάει από τα κάγκελα. «Άλλη φυλακή;» αναρωτιόταν ενώ τη φανταζόταν. «Θα είναι η έκτη. Ή μήπως η έβδομη;» Και θυμόταν μία μία τις φυλακές μετρώντας με τα δάχτυλα, μιας και δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Μετρούσε μονάχα τις κανονικές φυλακές, όπου είχε μείνει περισσότερο από μία εβδομάδα, όχι τις προσωρινές κρατήσεις σε στρατόπεδα ή σε αστυνομικά τμήματα. «Οι ιδέες δεν φυλακίζονται» έλεγε μέσα του και μετά χαμογελούσε με πονηριά και πρόσθετε: «Εγώ όμως φυλακίζομαι». Το Μεξικό είχε τελειώσει πια και εκείνος σιωπηρά έφτιαχνε ένα είδος αποχαιρετισμού, κάνοντας βόλτες στο κελί, έξι βήματα επί έξι βήματα και ακουμπούσε τους, ένα αντίο στη χώρα όπου είχε περάσει σχεδόν τρία χρόνια. «Μπορείς να πεις αντίο σε χώρες, όχι όμως στις ιδέες». Χαμογελούσε πάλι απολαμβάνοντας αυτό το προσωπικό του καλαμπούρι, φτιαγμένο ειδικά για το μονόλογό του. Άραγε έπρεπε να κάνει έναν απολογισμό εκείνων των σχεδόν τριών χρόνων ή αρκούσε να φύγει και να φυλάξει αυτές τις αναμνήσεις μαζί με άλλες αναμνήσεις παλαιότερες; Πού να τοποθετήσει εκείνο το ζωμό κότας που ήπιε ένα ξημέρωμα ή την επίθεση του ιππικού που αποκρούστηκε με τις πέτρες από τους υφαντουργούς του Τισαπάν; Και πού να βάλει τα σπαθιά που έβγαζαν σπίθες στον ήλιο της αυγής, τα ακίνητα πρόσωπα, τα μάτια καρφωμένα στα πέταλα των αλόγων, το πλήθος που τους περίμενε με την πέτρα στο χέρι; Τι να κάνει με την ελιά εκείνης της κοπέλας, της Ελένα, την ελιά κάτω από το αριστερό στήθος που χαλούσε τη γυναικεία συμμετρία και τον αποτρέλαινε; Πού να φυλάξει έναν εφιάλτη που τον είχε ξυπνήσει στα μισά της νύχτας, μόνο για να ανακαλύψει ότι δεν ήταν εφιάλτης, ότι το όνειρο συνεχιζόταν στον ξύπνιο του; Πού να φυλάξει το τελευταίο τσιγάρο που κάπνισε με τον Φίλλιπς ή τη ματ λάμψη του μαύρου καπέλου στέτσον που του είχαν χαρίσει οι ράφτρες του Παλάσιο δε Ιέρο; Πώς να κάνει τις φράσεις του Μαλατέστα να ακούγονται τόσο μουσικές όπως εκείνη τη βραδιά γύρω από τη φωτιά, κουβεντιάζοντας με τους αγρότες του Ακολμάν, που έδειχναν να είναι οι ιδανικοί αποδέκτες της σκέψης του Ιταλού; Θα έπρεπε να υπάρχει κάπου χώρος για όλες αυτές τις αναμνήσεις, ένα σημειωματάριο, ένα βιβλίο με λευκές σελίδες, ένα ενυδρείο, μια τσέπη ενός γιλέκου.
«Ένα χαρτόκουτο για να φυλάς τους αποχαιρετισμούς» έλεγε κάνοντας τα έξι βήματα από τη μία άκρη στην άλλη του κελιού του, ενώ μεγαλοφώνως και χωρίς να σκέφτεται, απάγγελνε το μονόλογο του Σεγισμούντο, που τον είχε μάθει τυχαία όταν ήταν μικρός και από τότε δεν ήθελε να τον ξεχάσει: «Ονειρεύομαι πως είμαι εδώ / μέσα στη φυλακή κλεισμένος / Και ονειρεύτηκα πως ήμουν αλλιώς και πιο ευτυχισμένος / Τι είναι η ζωή; Ένα παραλήρημα…»
του Paco Ignacio Taibo II από τον Περαστικό· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.